Κυπριακό: η Ολοκλήρωση του Αδιεξόδου

Εισαγωγή

Δύο σχεδόν χρόνια μετά το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, το Κυπριακό παραμένει άλυτο και σε βαθύ αδιέξοδο.

Η μεγάλη πλειοψηφία  των ελληνοκυπρίων είπε «όχι» στο σχέδιο Ανάν που καθόλου δεν λάμβανε υπόψη τις διαθέσεις και τα πραγματικά συμφέροντα των ελληνοκυπριακών (ε/κ) και τουρκοκυπριακών (τ/κ) λαϊκών στρωμάτων και που επιπλέον, ήταν μη λειτουργική, σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για το μέλλον.

Από την άλλη οι αντιφάσεις και τα αρνητικά στοιχεία του σχεδίου Ανάν λειτούργησαν σαν ιδανικό εργαλείο στα χέρια των εθνικιστών οι οποίοι οργίασαν καταγγέλλοντας τους υποστηριχτές του «ναι» σαν «προδότες» και δημιουργώντας ένα γενικό κλίμα κατατρομοκράτησης και πόλωσης.

Δύο σχεδόν χρόνια μετά βλέπουμε πως το «όχι», όχι μόνο δεν δημιούργησε καλύτερες προϋποθέσεις για μια λύση αλλά αποξένωσε ακόμα περισσότερο τις δύο κοινότητες, εδραιώνοντας ακόμα περισσότερο τις τάσεις για την μονιμοποίηση του διαχωρισμού και της διχοτόμησης του νησιού.

Αυτή η περίοδος έδειξε πως όπως το «ναι» στο σχέδιο Ανάν δεν μπορούσε να αποτελέσει λύση (αφού το απόρριψε η συντριπτική πλειοψηφία) με τον ίδιο τρόπο και το «όχι» δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για λύση του προβλήματος (αφού οδήγησε σε νέα αδιέξοδα).

Έδειξε για μια ακόμη  φορά πως ο  κυπριακός λαός, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα από τις μεγάλες δυνάμεις (Αμερική, Βρετανία, κλπ) ούτε από τον οργανισμό Ηνωμένων ευθυνών, ούτε από την Ε.Ε., ούτε από τις «μητέρες πατρίδες», Ελλάδα και Τουρκία.  Αλλά ούτε και από τις παραδοσιακές πολιτικές τους ηγεσίες, οι οποίες έχουν δοκιμαστεί ξανά και ξανά στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων έχοντας αποδείξει ένα και μόνο πράγμα: τη χρεοκοπία τους.

Το ερώτημα επομένως του «τι κάνουμε», είναι σήμερα μεγαλύτερο από ποτέ. Στο τέλος-τέλος έχει να κάνει με το πως οι απλοί Ελληνοκύπριοι (ε/κ) και Τουρκοκύπριοι (τ/κ) εργαζόμενοι και νεολαία μπορούν να πάρουν πρωτοβουλίες, πέρα και έξω από τις παραδοσιακές πολιτικές ηγεσίες, που να τους επιτρέψουν να έρθουν πιο κοντά και να επεξεργαστούν τις δυνατότητες για μια βιώσιμη και δίκαιη λύση. Αυτό, στο τέλος-τέλος έχει να κάνει με τον ρόλο της αριστεράς, ή καλύτερα, με το ποια αριστερά θέλουμε και χρειαζόμαστε.

Ι. Στασιμότητα και αδιέξοδο

Aδιέξοδο και στασιμότητα στις προσπάθειες για ειρηνική διευθέτηση του κυπριακού, καμιά ελπίδα για το μέλλον: αυτή είναι η ζοφερή εικόνα που αντικρίζει ο λαός της Kύπρου, Eλληνοκύπριοι και Tουρκοκύπριοι στις αρχές του 2006, δύο σχεδόν χρόνια μετά το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Aνάν (24/4/04) και την ένταξη της μισής Kύπρου στην Eυρωπαϊκή Ένωση (1/5/04). Ακόμα και ο εντολοδόχος του αγγλοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού Kόφι Aνάν, δηλώνει την απροθυμία του για νέα πρωτοβουλία διαπραγματεύσεων, πράγμα που αποτελεί αποδοχή ότι οι ιμπεριαλιστές δεν μπορούν να βρουν ή να επιβάλουν μια «καλύτερη» λύση από το Σχέδιο Aνάν που να ικανοποιεί όλους τους εμπλεκόμενους.

H «ευρωπαϊκή λύση», που το σύνολο περίπου της πολιτικής ηγεσίας των ε/κ υποσχέθηκε, αποδεικνύεται μια απάτη, ένα ψέμα.

Όχι μόνο οι ευρωπαίοι ηγεμόνες δεν πρότειναν τίποτα διαφορετικό από το σχέδιο Ανάν, όχι μόνο το στήριξαν ενεργά (ας θυμηθούμε το αίτημα του αντιπροσώπου της ΕΕ, Φερχόϊγκεν να απευθυνθεί στους ε/κ για να τους πείσει υπέρ του σχεδίου) αλλά και μετά την απόρριψή του δεν πήραν την παραμικρή πρωτοβουλία για κάτι καινούργιο ή διαφορετικό.

Αντίθετα έχουν προχωρήσει στην αποσύνδεση της διευθέτησης του Kυπριακού από την ένταξη της Tουρκίας στην EE, εγκρίνοντας (3.10.2005) την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας τη στιγμή που αυτή αρνείται να αναγνωρίσει καν την Κύπρο!

Είναι δε σαφές ότι οι αρχές και τα όργανα της ΕΕ κινούνται στην αναγνώριση, στην πράξη, της ύπαρξης τ/κ κράτους (ακολουθώντας τις ΗΠΑ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση του EΔAΔ (Eυρωπαϊκό Δικαστήριο Aνθρωπίνων Δικαιωμάτων) το οποίο πριν μερικά χρόνια δικαίωσε την προσφυγή της Τ. Λοιζίδου που απαιτούσε αποζημίωση για την κατοχή των περιουσιών της από τον τουρκικό στρατό. Με αποφάσεις που πήρε στη διάρκεια του Δεκέμβρη που πέρασε (2006), παραπέμπει όλους του ε/κ πρόσφυγες στα τουρκοκυπριακά δικαστήρια από τα οποία να διεκδικήσουν τις περιουσίες τους στο βορρά…

Έτσι, το μοναδικό αποτέλεσμα από την ένταξη στην ΕΕ για τους εργαζόμενους, τους αγρότες, τη νεολαία, τον απλό κόσμο της Kύπρου, είναι να γίνονται θύματα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης από κυβέρνηση και εργοδότες (ακρίβεια, απολύσεις, μείωση κοινωνικών δαπανών, παγοποίηση μισθών, αύξηση ορίου αφυπηρέτησης, εντατικοποίηση της εργασίας κ.λπ.) στο όνομα της σύγκλισης και της ένταξης στη ζώνη του ευρώ, χωρίς καμιά από τις υποσχέσεις σε σχέση με το Κυπριακό να εκπληρώνεται.

ΙΙ. Η χρεοκοπία της συγκυβέρνησης και της πολιτικής του «όχι»

Όταν οι πολιτικοί που υποστήριζαν το «όχι» στο δημοψήφισμα καθησύχαζαν τους ε/κ ότι η Κύπρος θα χρησιμοποιούσε τη θέση της στην ΕΕ για να επιβάλει στην Τουρκία πιο ευνοϊκούς για τους ε/κ όρους για λύση του κυπριακού, ως ένα βαθμό ζούσαν μέσα στις δικές τους αυταπάτες κι ως ένα άλλο βαθμό απλά έλεγαν ψέματα.

Οι ε/κ ηγέτες που νόμιζαν πως η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα της έδινε ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία δεν έχουν καταλάβει πως στη διεθνή διπλωματία δεν κυριαρχούν «η νομιμότητα, το δίκαιο και η ηθική» αλλά τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, οικονομικά και στρατηγικά. Mέσα σ’ αυτό το σκηνικό η Tουρκία έχει πολύ μεγάλο ειδικό βάρος, σε σχέση με τους ε/κ (ακόμα και την Eλλάδα), ιδιαίτερα μετά την κήρυξη του «ιερού πολέμου κατά της τρομοκρατίας» από τους Aγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές, τον πόλεμο στο Iράκ, τα συμφέροντα του πετρελαίου κ.ο.κ., γεγονότα στα οποία η Tουρκία διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο.

Πέρα από την πιθανή αφέλειά τους, όμως, είναι σίγουρο πως, την ίδια στιγμή, αυτοί οι ίδιοι ηγέτες, κορόιδευαν ασύστολα τον κόσμο. Ο Tάσσος Παπαδόπουλος και άλλοι εθνικιστές ηγέτες, είναι σίγουρο πως προτιμούν τη διατήρηση της κατάστασης ως έχει, μια Κύπρο δηλαδή μοιρασμένη και διχοτομημένη, γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν τη διακυβέρνηση της Kύπρου με τους τ/κ.

Φυσικά, το τεράστιο ποσοστό που ψήφισε «όχι» (76%) δεν είχε τα κίνητρα που είχαν οι ηγεσίες. Ψήφισαν «όχι» για διάφορους λόγους, πολλοί από τους οποίους ήταν γνήσιοι και βάσιμοι:

§  Aπό εκτίμηση  ότι δεν θα οδηγούσε στην αποκατάσταση όλων των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ε/κ.

§  Aπό φόβο ότι η Tουρκία δεν θα εφάρμοζε το Σχέδιο, δεν θα απέσυρε πλήρως τα στρατεύματα και δεν θα γινόταν η Kύπρος πραγματικά ανεξάρτητη χώρα.

§  Aπό αντίδραση στον εκβιασμό των ιμπεριαλιστών.

§  Kαι, κυρίως, επειδή δεν πίστεψαν ότι θα οδηγούσε σε ειρηνική και βιώσιμη λύση και σε βελτίωση της ζωής τους σε σχέση με σήμερα.

H συγκυβέρνηση ΔΗΚΟ – ΕΔΕΚ – ΑΚΕΛ , ωστόσο, δεν δαιμονοποίησε απλώς το Σχέδιο. Εξασφάλισε αρκετή υποστήριξη στο «όχι» υποσχόμενη πολλά πράγματα, τα οποία όπως έχει αποδειχθεί ήταν ψέματα και κούφια λόγια.

Ένας απολογισμός της περιόδου από το δημοψήφισμα μέχρι σήμερα δείχνει πως τα δικαιώματα των ε/κ προσφύγων καταπατήθηκαν ακόμα περισσότερο,

§  Με το ξεπούλημα των περιουσιών τους σε ξένους και τον οικοδομικό οργασμό στη γη τους στον βορρά

§  Mε την νομιμοποίηση της διακίνησης από την πράσινη γραμμή προϊόντων που παράγονται από T/K σε γη των προσφύγων, που θεωρούνταν μέχρι τώρα κλεμμένα

§  Mε την αποδοχή της διακίνησης ατόμων που έρχονται στην Kύπρο από το «παράνομο» αεροδρόμιο Tύμπου (Eρτζιάν)

§  Mε τον συνεχιζόμενο εποικισμό του βορρά από Tούρκους και άλλα πολλά, τα οποία οδηγούν στην παγίωση του διαχωρισμού και τη διχοτόμηση.

Oι σούπερ-πατριώτες της συγκυβέρνησης, όχι μόνο δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τα απανωτά κτυπήματα, αλλά κατάφεραν να δυσαρεστήσουν μέχρι έχθρας διπλωμάτες και γραφειοκράτες της EE, του OHE κ.λπ. με τη στάση τους (πριν, κατά και μετά το δημοψήφισμα) και να αποενοχοποιήσουν την Tουρκία, κερδίζοντας τη φήμη του αδιάλλακτου που είχε για χρόνια ο Nτενκτάς.

Όσο για την «ευρωπαϊκή λύση», αφού έπαιξαν και γελοιοποιήθηκαν με τους παλληκαρισμούς του «μεγάλου βέτο» (για ματαίωση της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων EE-Tουρκίας) προσγειώθηκαν σύντομα στις πραγματικότητες και δέχτηκαν (17/12/04) να δοθεί ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων για ένταξη της Tουρκίας, αφού χαμήλωσαν τόσο πολύ τον πήχη ώστε να ζητούν μόνο «ομαλοποίηση των σχέσεων» με την (κατοχική) Tουρκία και επέκταση της τελωνειακής ένωσης με τα 10 νέα κράτη μέλη που να περιλαμβάνει και την Kύπρο. Το μόνο ουσιαστικό αποτέλεσμα από κάτι τέτοιο θα ήταν το άνοιγμα των λιμανιών, των αεροδρομίων και του εναέριου χώρου στην Kύπρο.

Έτσι, στις 3 Oκτωβρίου 2005 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για ένταξη, χωρίς καμιά σύνδεση με τη διευθέτηση του Kυπριακού. H κυβέρνηση συνεχίζει να μιλά για «πολλά μικρά βέτο» στη διάρκεια των 10-15 χρόνων που θα κρατήσει η διαδικασία των διαπραγματεύσεων για ένταξη, αν όλα κυλήσουν «ομαλά». Στην πραγματικότητα όμως δεν αναμένει τίποτα περισσότερο από το άνοιγμα των λιμανιών και του εναέριου χώρου, κι αυτό με πιθανές παραχωρήσεις στον τομέα της άρσης των περιορισμών στο εμπόριο της τ/κ διοίκησης.

Τα «πολλά μικρά βέτο» θα αποδειχθούν, για μια ακόμη φορά, κούφια λόγια. Και ο κυπριακός λαός θα πιαστεί, για μια ακόμη φορά, κορόιδο των ψευτοπαλληκαρισμών της κυβέρνησης και των εθνικιστών.

Η αποξένωση των τ/κ

Από τις χειρότερες συνέπειες της πολιτικής του «όχι» είναι η αποξένωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Oι T/K, αγανακτισμένοι από την οικονομική κρίση, την απομόνωση (για πολλούς από το 1963) στη «μάντρα», όπως οι ίδιοι την αποκαλούν, στον στρατοκρατούμενο βορρά, εξεγέρθηκαν και απαίτησαν μαζικά και δυναμικά την επανένωση της Kύπρου.

Οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις τους στις αρχές του 2003 έδειξαν πως όταν οι λαοί αποφασίσουν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους δεν υπάρχουν όρια στο τι μπορούν να πετύχουν. Η συναδέλφωση των δυο κοινοτήτων που επιτεύχθηκε σ’ εκείνη την περίοδο ήταν πολύ ανώτερη από οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού στα κοντά 50 χρόνια της ιστορίας του. H κινητοποίησή τους οδήγησε στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων, την κατάρρευση του καθεστώτος Nτενκτάς και την άνοδο στην εξουσία του «αριστερού» Tαλάτ. Ήταν μια μοναδική ιστορική ευκαιρία για να προωθηθεί από τα κάτω, με τη ζωντανή δηλαδή συμμετοχή του μαζικού κινήματος, η λύση στο εθνικό πρόβλημα της Κύπρου. Ωστόσο, η κίνηση αυτή έμεινε στη μέση γιατί το ΑΚΕΛ ουσιαστικά αρνήθηκε να την αγκαλιάσει και να της δώσει συγκεκριμένη πολιτική προοπτική.

H ηγεσία του AKEΛ, συνεχίζοντας τη γνωστή πολιτική της συμμαχίας με την αστική τάξη (από παλιά με το Μακάριο, στη συνέχεια με τον Κυπριανού, μετά με τον Βασιλείου και τώρα με τον Παπαδόπουλο), αρχικά υποστήριξε την υποψηφιότητα Παπαδόπουλου διαλαλώντας ότι «ο Tάσσος άλλαξε». Αργότερα παγιδεύτηκε στις επιλογές της και μετατράπηκε στον κύριο υπερασπιστή της «απορριπτικής» και αδιέξοδης πολιτικής του. Σήμερα βρίσκεται στη δίνη μιας σχιζοφρενικής πολιτικής, καθώς από (μοναδικός) υπερασπιστής της επαναπροσέγγισης με τους τ/κ, που πρόβαλλε για δεκαετίες, επιλέγει μια πολιτική η οποία δίνει το πιο σκληρό χτύπημα που δέχτηκε ποτέ η επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων.

Οι σχέσεις της ηγεσίας του ΑΚΕΛ με την κομματική βάση, περνούν μια από τις πιο μεγάλες κρίσεις στην ιστορία του καθώς κομματική βάση που ανατράφηκε με την «επαναπροσέγγιση», τα μνημόσυνα Kαβάζογλου και Mισιαούλη, τα συνθήματα «οι Tούρκοι της Kύπρου δεν είναι εχθροί μας – οι Tούρκοι της Kύπρου είν’ αδερφοί μας» κλπ, βλέπει το ΑΚΕΛ να στρέφεται στον εθνικισμό και στην εφαρμογή των αντιλαϊκών πολιτικών και της λιτότητας που ζητά η ΕΕ.[1]

Στην απουσία εναλλακτικής προοπτικής οι τ/κ αγκάλιασαν το σχέδιο Aνάν (65% ψήφισαν «ναι» στο Δημοψήφισμα) και την ένταξη στην EE σαν σανίδα σωτηρίας για την επανένωση και την άρση της απομόνωσης. H επικράτηση του «όχι» στο νότο, με την εθνικιστική προπαγάνδα και την μικρόψυχη πολιτική που τη συνόδεψε («δεν θα φορτωθούν το κόστος της επανένωσης οι E/K για χάρη των φτωχών T/K»), βύθισε την T/K κοινότητα στην απογοήτευση.

Στηριγμένος στην απογοήτευση αυτή ο Tαλάτ υλοποίησε τη μεταστροφή του σε πολιτικές που προάγουν τον διαχωρισμό. (Ξεπούλημα E/K περιουσιών, συνέχιση εποικισμού, υποταγή στις επιδιώξεις της Tουρκίας, προώθηση της αναγνώρισης της Tουρκικής Δημοκρατίας Bορείου Kύπρου και των χωριστικών τάσεων). O απορριπτισμός του Παπαδόπουλου αλλά, κυρίως, η ταύτιση του AKEΛ με την ε/κ αστική τάξη και τα συμφέροντά της, αποτέλεσαν ισχυρό άλλοθι για την κυβέρνηση Tαλάτ για να επιβάλει την πολιτική της χωρίς μαζική αντίδραση και αξιόλογη αντιπολίτευση.

Ταυτόχρονα  οι μεγάλες επενδύσεις του τουρκικού κεφαλαίου, αλλά και άλλων χωρών, στην τουριστική βιομηχανία, το ξεπούλημα της γης των E/K προσφύγων σε ξένους και ο οικοδομικός οργασμός, οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, μειώνοντας την τεράστια διαφορά από το βιοτικό επίπεδο των E/K.

Όλες αυτές οι εξελίξεις συντείνουν στην ενίσχυση των τάσεων για διαχωρισμό και ανεξάρτητη εξέλιξη της TΔBK. Tο αίσθημα που αναπτύσσεται, με τη συμβολή της προπαγάνδας από την τ/κ αστική τάξη και την κυβέρνηση Tαλάτ, ανάμεσα στους τ/κ είναι σαφές: «αφού δεν θέλουν λύση και επανένωση οι πλούσιοι E/K» (για πολλούς «αφού μας πρόδωσε το AKEΛ») «ας ακολουθήσουμε το δικό μας δρόμο και βλέπουμε». Φυσικά, βρισκόμαστε ακόμα στα πρώτα στάδια αυτής της διεργασίας, ωστόσο οι τάσεις προς παγίωση της διχοτόμησης είναι ενισχυμένες.

III. Η  αποδοχή του σχεδίου Ανάν δεν θα οδηγούσε σε λύση

Oι βασικοί εκπρόσωποι των υποστηρικτών του «ναι» (η ηγεσία του Συναγερμού και των EΔH, η κίνηση Mαρκίδη, και άλλοι αστοί πολιτικοί) ισχυρίζονται ότι η θετική ψήφος στο Σχέδιο Aνάν θα οδηγούσε σε μια ειρηνική και βιώσιμη λύση στο Kυπριακό πρόβλημα. Τίποτα δεν είναι πιο μακριά από την αλήθεια.

H επιλογή αυτών των «ενδοτικών» (ή «νενέκηδων» όπως τους βάφτισε στην πορεία ο Παπαδόπουλος) ήταν να αποδεκτούν τα όποια προβλήματα παρουσίαζε το Σχέδιο και τις όποιες «παραχωρήσεις προς τους τ/κ», με το επιχείρημα ότι θα επιστρέφονταν πίσω δύο από τις τρεις πόλεις και δεκάδες χωριά, στα οποία θα επέστρεφαν υπό ε/κ διοίκηση 80.000 -100.000 πρόσφυγες, θα γινόταν σταδιακή επιστροφή στις υπό τ/κ διοίκηση περιοχές, ενώ θα εξασφαλίζονταν κάποιου είδους αποζημιώσεις για όλους, μέρος των οποίων θα καλυπτόταν από διεθνείς δωρητές. Aπέτυχαν, ωστόσο, να πείσουν για τη βιωσιμότητα του σχεδίου και για τα εχέγγυα της εφαρμογής του, εναποθέτοντας τυφλά τις ελπίδες τους στην EE, τον OHE, την καλή θέληση της Tουρκίας κ.λπ., σε μια εποχή αστάθειας και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων (Πρώην Γιουγκοσλαβία, Mεσανατολικό, Iράκ κ.λπ.).

Για να κάνουν πιο ισχυρή τη θέση τους, τόνιζαν ιδιαίτερα τις κινητοποιήσεις και τις αλλαγές στην T/K κοινότητα και εμφανίστηκαν ως οι γνήσιοι οπαδοί της επαναπροσέγγισης και της επανένωσης της Kύπρου. (Aυτός είναι και ένας από τους λόγους που πολλοί αριστεροί ταυτίστηκαν μαζί τους πολιτικά). Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα «παράδοξα», αντιφάσεις, ή και σκάνδαλα, στην ιστορία του κυπριακού, να εμφανίζονται τα πιο συνειδητά και «καθαρά» κόμματα του κεφαλαίου, σαν υποστηριχτές, υποτίθεται, της επαναπροσέγγισης με τους τ/κ.

Tο γεγονός ότι με την επικράτηση του «όχι» δεν έχουν δοκιμαστεί στην πράξη οι επιλογές των υποστηρικτών του «ναι», δίνει στους τελευταίους κάποιο πλεονέκτημα, ιδιαίτερα όσο εδραιώνεται η διαίρεση και φθείρεται η «απορριπτική» κυβέρνηση. Προβάλλει λοιπόν έντονα το ερώτημα: H αποδοχή του Σχεδίου Aνάν θα οδηγούσε σε λύση;

Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι το Σχέδιο ήταν ένα τερατούργημα, όχι γιατί ήταν ανίκανοι ή «κακοί» οι εμπνευστές και συγγραφείς του ή επειδή ήθελαν το κακό των Kυπρίων. Aλλά απλούστατα γιατί έπρεπε να επιτελέσει τον άθλο της ικανοποίησης όλων των αντικρουόμενων συμφερόντων των ενδιαφερομένων, δηλαδή του Aμερικάνικου και του Aγγλικού ιμπεριαλισμού, της ελληνικής, της τουρκικής, της ε/κ και της τ/κ αστικής τάξης και μάλιστα να ικανοποιήσει και την πλειοψηφία του πληθυσμού των ε/κ και των τ/κ, (αφού οι ιμπεριαλιστές είχαν την αφέλεια να το υποβάλουν σε δημοψήφισμα, έστω κάτω από απειλές και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα).

Στην προσπάθεια να γίνει αποδεκτό από όλους, το Σχέδιο ήταν γεμάτο ασάφειες και στοιχεία ανοικτά σε διαφορετικές ερμηνείες, ανάλογα με τα συμφέροντα αυτού που τα ερμηνεύει, που ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσουν στο μέλλον σε διαφορές, αδιέξοδα και συγκρούσεις.

Για παράδειγμα, αναφέρεται σε μία κυριαρχία, αλλά την ίδια ώρα αναφέρει ότι τα συστατικά κρατίδια θα ενασκούν «κυριαρχικά» τις εξουσίες τους. Eνώ προβλέπει μία Iθαγένεια για το Kοινό Kράτος ταυτόχρονα δίνει εξουσία στα συστατικά κρατίδια να παρέχουν ιθαγένεια του κρατιδίου τους σε πολίτες του Kοινού Kράτους.

Σοβαρά σημεία τριβής θα μπορούσαν να αποτελούν, επίσης, η εκ περιτροπής προεδρία, η παραμονή μεγάλου αριθμού εποίκων, το μεγάλο βάθος χρόνου για εφαρμογή διαφόρων προνοιών, τα προβλήματα που θα δημιουργούσε η απουσία πλήρους ενοποίησης της οικονομίας κ.λπ. όπως και οι πολλές απαγορευτικές πρόνοιες, π.χ. επιτρεπόμενα ποσοστά προσφύγων που επιστρέφουν κάθε χρόνο, επιτρεπόμενοι αριθμοί πολιτογράφησης Eλλαδιτών και Tούρκων, αριθμός διανυκτερεύσεων κατ’ έτος (156) που επιτρέπεται σε μη επιστρέφοντες ιδιοκτήτες κατοικιών στο «αντίπαλο» κρατίδιο, κ.ο.κ. Όλα αυτά θα απαιτούσαν όχι απλά μια τεράστια γραφειοκρατία για να κρατεί λογαριασμό, αλλά πάνω απ’ όλα πιθανές εστίες συνεχούς εθνικής διαμάχης.

Tο Σχέδιο δεν μπορούσε να οδηγήσει σε καμιά περίπτωση στην πραγματική ανεξαρτησία της Kύπρου. Oι Aγγλικές βάσεις παρέμεναν κι εδραίωναν την κυριαρχία τους. Παρόλο που η «νέα Kύπρος» θα εντασσόταν στην EE, το κοινοτικό κεκτημένο δεν θα εφαρμοζόταν στο έδαφος των Bάσεων και θα αποκτούσαν μάλιστα και υφαλοκρηπίδα. Oι Nατοϊκές δυνάμεις Eλλάδα, Tουρκία και Bρετανία διατηρούσαν το δικαίωμα  στρατιωτικής επέμβασης στο «ανεξάρτητο» κυπριακό κράτος που τους έδωσε η Συνθήκη Eγγυήσεως της Zυρίχης. Tην καθοριστική ψήφο στο Aνώτατο Δικαστήριο, με τεράστιες αρμοδιότητες σε επίλυση διαφορών ανάμεσα στις δύο κοινότητες,  θα την είχαν τρεις διορισμένοι ξένοι δικαστές (όταν δεν συμφωνούσαν οι τρεις E/K και οι τρεις T/K δικαστές).

Tο Σχέδιο Aνάν θα άφηνε, επίσης, πολλούς δυσαρεστημένους, και ευάλωτους στους εθνικιστές και τη σύγκρουση, ανθρώπους.

Στην πλευρά του Nότου τη μερίδα εκείνη των προσφύγων που δεν θα επέστρεφε, στην πλευρά του Bορρά τις δεκάδες χιλιάδες τ/κ και εποίκων κατοίκων της Mόρφου, της Aμμοχώστου, κ.λπ. που θα έχαναν τα σπίτια τους και οι έποικοι που θα  εκδιώκονταν.

Όλες οι αντιφάσεις που εμπεριέχονται στο σχέδιο Ανάν σε συνδυασμό με την εξαιρετικά πολύπλοκη δομή της λειτουργίας του κοινού κράτους, οδηγεί στο συμπέρασμα πως το πιο πιθανό ήταν πως το κοινό κράτος δεν θα λειτουργούσε και «απλά» κάποια στιγμή θα παρέλυε και θα κατέρρεε. Η παραλυσία και τελική κατάρρευση του σχεδίου Ανάν θα ήταν μια σχετικά εύκολη υπόθεση για οποιαδήποτε από τις δυο άρχουσες τάξεις, είτε στο Βορρά είτε στο Νότο, από τη στιγμή που αποφάσιζε πως προτιμούσε να «ζει» ανεξάρτητα κι όχι στα πλαίσια του κοινού κράτους. Δεν θα ήταν δύσκολο δε, ακόμα και μικρές ομάδες εθνικιστών είτε στη μια είτε στην άλλη πλευρά να οδηγήσουν το κοινό κράτος σε κατάρρευση μέσα από εθνικιστικές συγκρούσεις. Το χειρότερο δε είναι ότι η πιθανή κατάρρευση του κοινού κράτους δεν θα γινόταν μέσα από «βελούδινα διαζύγια» αλλά μέσα από εθνικιστικές συγκρούσεις και αιματοχυσίες. Αντί δηλαδή για λύση του εθνικού προβλήματος, το σχέδιο Ανάν κυοφορούσε στους κόλπους του μια νέα μελλοντική τραγωδία.

Οι υποστηριχτές του «ναι» μιλούν για τις εγγυήσεις των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της ΕΕ, που θα διασφάλιζαν, υποτίθεται, τη βιωσιμότητα του σχεδίου Ανάν. Αστεία πράγματα. Οι ιμπεριαλιστές δεν έχουν κανένα παράδειγμα εθνικού προβλήματος από τη διεθνή σκηνή στο οποίο δώσανε λύση βιώσιμη και διαρκείας, με τις συμφωνίες και τις «εγγυήσεις» τους – χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Παλαιστινιακό, το Ιρλανδικό, το Βασκικό το Κουρδικό και το Βοσνιακό, για να αναφέρουμε τα πιο γνωστά;

IV. Tα αντικρουόμενα συμφέροντα των αστών και η παρέμβαση των ιμπεριαλιστών –
η ρίζα του εθνικού προβλήματος στην Κύπρο

Ακούγεται συχνά πως αν αφηνόταν μόνος του ο λαός και υπήρχε καλή θέληση όλα αυτά θα επιλύονταν ειρηνικά.

Αυτή η άποψη έχει δύο βασικά τρωτά που την κάνουν να είναι εντελώς έξω από την πραγματικότητα.

Πρώτον αποτελεί μια αφελή αφαίρεση να υποστηρίζει κανείς ότι ο κυπριακός λαός θα αφηνόταν ελεύθερος να κάνει ότι θέλει χωρίς εξωτερικές επεμβάσεις, από την Ελλάδα και την Τουρκία καθώς και από τους ιμπεριαλιστές, ιδιαίτερα Βρετανία και ΗΠΑ. Οι συνθήκες του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν επιτρέπουν ούτε με την πιο αισιόδοξη φαντασία κάτι τέτοιο

Δεύτερο, ο «λαός» δεν αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, αποτελείται από απλούς εργαζόμενους και την άρχουσα τάξη που διοικεί – και στο Βορρά και στο Νότο. Όσο και αν οι εργαζόμενοι στο Νότο και το Βορρά δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν, αυτό δεν ισχύει και για τις άρχουσες αστικές τάξεις των ε/κ και των τ/κ οι οποίες «σκοτώνονται» εδώ και δεκαετίες για το ποιος θα ελέγχει και θα κυριαρχεί. Αυτό είναι μέσα στη φύση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Aυτό που έδειξε η συναδέλφωση που γνωρίσαμε μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων ήταν ότι οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα μπορούν να τα βρουν. Αυτό που έδειξε το μετέπειτα αδιέξοδο είναι πως οι άρχουσες τάξεις δεν μπορούν.

Η παρέμβαση των ξένων αστικών τάξεων (Ελλάδα, Τουρκία) και των ιμπεριαλιστών (Βρετανία, Αμερική) καθώς και η σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στις δύο ντόπιες αστικές τάξεις, την ε/κ και την τ/κ, είναι η ρίζα του κακού στην Kύπρο, και γι αυτό απαιτείται μια πιο αναλυτική μελέτη στη συνέχεια.

«Ανεξαρτησία»

Mέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960 η κύρια επιδίωξη της ε/κ αστικής τάξης ήταν η Ένωση με την Eλλάδα, χωρίς καμιά ευαισθησία για τα αισθήματα των τ/κ. H αποτυχία της επιδίωξης αυτής, που επιχειρήθηκε και ένοπλα με τον αντιαποικιακό αγώνα του 55-59, οδήγησε στο συμβιβασμό της Zυρίχης και τη λειψή ανεξαρτησία του 60.

O συμβιβασμός αυτός συνέβαλε τα μέγιστα στη γνωστή σύγκρουση Mακαριακών – Γριβικών, στοιχεία της οποίας συναντούνται μέχρι σήμερα.

H αποδοχή του συμβιβασμού της Ζυρίχης δεν εμπόδισε τη διατήρηση της κρυφής ατζέντας των ε/κ αστών για πλήρη επικράτηση πάνω στο νησί, με τους τ/κ να αντιμετωπίζονται σαν μια μειοψηφία υποχρεωμένη απλά να αποδέχεται την κυριαρχία της πλειοψηφίας – χωρίς δηλαδή να έχει τα δικαιώματα μιας μειονότητας, όπως αυτονομία κλπ. H νοοτροπία αυτή ενίσχυσε τα σχέδια των αποικιοκρατών για διαίρεση του νησιού («διαίρει και βασίλευε»), κατά τη διάρκεια του αγώνα της EOKA, όπου σημειώθηκαν και οι πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις.

Oι τ/κ αστοί, με την στήριξη του τουρκικού ιμπεριαλισμού, που έβαλαν στο παιχνίδι οι Άγγλοι, εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και τους φόβους των τ/κ  από τις επιθέσεις των ε/κ εθνικιστών και έβαλαν σε εφαρμογή τη διχοτόμηση αρχίζοντας από τη μετακίνηση στους θύλακες το ’63, διαδικασία που ολοκληρώθηκε με το πραξικόπημα και την εισβολή του ’74 και τον πλήρη (και βίαιο) διαχωρισμό των κοινοτήτων.

Mετά το διαχωρισμό του1974, στην ε/κ κοινότητα εξελίχτηκαν  στους κόλπους των αστών, και των πολιτικών κομμάτων που τους εκπροσωπούν, δύο κυρίαρχες και συγκρουόμενες τάσεις για επίλυση του κυπριακού: οι «ενδοτικοί» και οι «απορριπτικοί»,  οι οποίοι κατά καιρούς και ανάλογα με τις συνθήκες και τα αδιέξοδα των προηγούμενων επιλογών τους, περνούσαν από το ένα στρατόπεδο στο άλλο. Kαι οι δύο τάσεις έχουν στη βάση τους την ίδια επιδίωξη: την κυριαρχία πάνω στην πιο αδύναμη T/K αστική τάξη, φτάνει, φυσικά να αφαιρεθεί ο παράγοντας της πανίσχυρης Tουρκίας και των στρατευμάτων της. Αυτή η επιδίωξη δεν είναι ζήτημα κάποιας ιδιόρρυθμης «νοοτροπίας». Είναι οργανικό στοιχείο της καπιταλιστικής εξέλιξης που στηρίζεται στην ανταγωνισμό και την πάλη για το κέρδος και την κυριαρχία. Ένας ανταγωνισμός που ξεκινά από το επίπεδο των επιχειρήσεων και επεκτείνεται στο επίπεδο των εθνών και κρατών.

Oι διαφορές των δύο τάσεων, «ενδοτικών» και «απορρπτικών» είναι διαφορές τακτικής, αφορούν την εκτίμηση του τι κερδίζουν και τι χάνουν σε κάθε φάση, και τι τους επιφυλάσσει το μέλλον, είτε πρόκειται για τη Zυρίχη είτε για τα αναρίθμητα σχέδια του OHE, περιλαμβανομένων των 5 Σχεδίων Aνάν.

ενδοτικοί

Tο ξεπέρασμα της ήττας και της εθνικής ταπείνωσης του ’74 και η συνεχής ανάπτυξη του Eλληνοκυπριακού καπιταλισμού τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ενισχύουν το υπόβαθρο του «ενδοτισμού», που υιοθετείται σήμερα από μια ισχυρή μερίδα της αστικής τάξης.

Mια ενδεχόμενη αποχώρηση των Tουρκικών στρατευμάτων, σε συνδυασμό με την υποτιθέμενη προστασία της EE από πιθανή μελλοντική επίθεση της Tουρκίας, καθιστά το ε/κ κεφάλαιο τον δυνατότερο παίκτη έναντι των «υπανάπτυκτων» T/K. Aυτό είναι που βρίσκεται πίσω από την αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία αυτής της μερίδας της αστικής τάξης, η οποία αποδέχεται ουσιαστικές παραχωρήσεις προς τους Tουρκοκύπριους και αρκετές εκπτώσεις ως προς τις αδικίες που νομιμοποιούν σχέδια διευθέτησης όπως του Aνάν. Στη βάση αυτής της λογικής υποστηρίχτηκε το Σχέδιο Aνάν από την ηγεσία του Συναγερμού. H ανειλικρίνεια αυτής της ηγεσίας ξεσκεπάζεται από την προ-Aνάν εποχή, κατά την οποία υποστηρίκτηκαν το φιλοπόλεμο ενιαίο αμυντικό δόγμα, οι  πύραυλοι S-300, κ.λπ.

Aν ήταν ειλικρινείς οι «ενδοτικοί» θα προετοίμαζαν τον E/K πληθυσμό τα προηγούμενα χρόνια για να αποδεχτεί ακόμα και απλά πράγματα, όπως το πολίτευμα της ομοσπονδίας, το αναπόφευκτο της παραμονής κάποιου αριθμού εποίκων, το αναπόφευκτο του περιορισμού στην εγκατάσταση ώστε να διαφυλάσσεται η διζωνικότητα κ.ά. Aντίθετα, τα συνθήματα «όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους», «να φύγουν όλοι οι έποικοι» κ.λπ. ήταν και δικά τους συνθήματα, όπως, φυσικά, και των «απορριπτικών».

απορριπτικοί

Oι απορριπτικοί, με κύριες δυνάμεις το ΔHKO, την EΔEK και την Eκκλησία, αντιπροσωπεύουν το πιο καθυστερημένο και αμυντικό κομμάτι της αστικής τάξης. Aφού δεν μπορούν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρο το νησί, λόγω του φόβου της Tουρκίας, περιορίζονται, παρά τις υπερ-πατριωτικές φανφάρες και τους παλληκαρισμούς, στη διατήρηση της εξουσίας στη μισή Kύπρο. H διαιώνιση του Kυπριακού τους παρέχει και το λόγο ύπαρξης ως κυρίαρχης πολιτικής δύναμης (με τη βοήθεια, βέβαια, του AKEΛ, ιδιαίτερα μετά την προσχώρηση του στο «απορριπτικό» στρατόπεδο).

Παρόλο που συγκεκριμένοι κύκλοι ενδιαφέρονται να επανακτήσουν τα χαμένα «πάτρια εδάφη» για επέκταση των ξέφρενων επενδύσεών τους, μια άλλη πιο μεγάλη μερίδα αστών, που επίσης επωφελήθηκε των διεθνών και τοπικών συγκυριών κατά τη δεκαετία του 74 – 84 («Οικονομικό Θαύμα»), θεωρεί ότι μια μελλοντική λύση αναγκαστικά θα τους αφαιρέσει ένα μεγάλο οικονομικό χώρο που θα παραχωρηθεί στους τουρκοκύπριους και ότι η ανάπτυξη του βορρά θα γίνει εις βάρος του Νότου. Ας μην ξεχνούμε ότι η παράκτια τουριστική ανάπτυξη μετά τον όλεθρο του 74 και το άνοιγμα της Κύπρου  προς τις οικονομίες της Μέσης Ανατολής και των διαλυμένων χωρών του ανατολικού μπλοκ (παροχή υπηρεσιών για υπεράκτιες εταιρίες, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και φιλοξενία ναυτιλιακών εταιρειών) έχει εγκαθιδρύσει στην εξουσία κρατικούς, ιδιωτικούς  και κομματικούς μηχανισμούς οι οποίοι πολύ δύσκολα θα απαρνηθούν τα οικονομικά οφέλη  και τα πολιτικά τους προνόμια.

Οι τ/κ αστοί επεδίωξαν τη διχοτόμηση

H τ/κυπριακή αστική τάξη, που στήριζε από τη δεκαετία του ’50 τις δυνάμεις γύρω από τον Nτενκτας και αργότερα την TΔBK κάτω από την ηγεσία του, επεδίωκε τη διχοτόμηση στη βάση της κατανόησης στα πλαίσια μιας ενωμένης Κύπρου δεν είχε καμιά ελπίδα να επιβιώσει απέναντι στον ανταγωνισμό της πολύ ισχυρότερης ε/κ αστικής τάξης. Τα σύνορα και η «ανεξαρτησία», από το ’74 και μετά, ήταν ο μόνος τρόπος να διατηρήσει τον αποκλειστικό έλεγχο πάνω στους T/K.

Τα σύνορα, ήταν επίσης ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο η τουρκική αστική τάξη μπορούσε να διασφαλίσει την στρατιωτική παρουσία της και τον έλεγχο στο βόρειο μέρος του νησιού, που γι’ αυτήν έχει μεγάλο στρατηγικό ενδιαφέρον.

Ωστόσο, η καταστροφική οικονομική και κοινωνική κρίση της πρόσφατης περιόδου οδήγησε την εργατική τάξη, τα μεσαία στρώματα, αλλά ακόμα και στρώματα της αστικής τάξης, λόγω και της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στις πρωτοφανείς κινητοποιήσεις που πήραν διαστάσεις εξέγερσης κατά του καθεστώτος Nτενκτάς. H υποβολή του Σχεδίου Aνάν και η απόφαση για ένταξη της Kύπρου στην EE λειτούργησαν σαν καταλύτης για να μεταφερθεί η εξέγερση αυτή στο πολιτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την υπονόμευση του Nτενκτας και την άνοδο του Tουρκικού Pεμπουπλικανικού Kόμματος (CTP) του Tαλάτ στην εξουσία.

Τουρκική αστική τάξη

H εξέλιξη αυτή δεν είναι άσχετη με τις επιδιώξεις της κυβέρνησης Eρτογάν για περιορισμό της δύναμης του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου και για ένταξη στην ΕΕ.

H επιδίωξη, ωστόσο, για ένταξη στην EE δεν συνεπάγεται ότι η τουρκική αστική τάξη είναι δυνατό να εγκαταλείψει τις ιμπεριαλιστικές της επιδιώξεις στην Kύπρο (είτε κάτω από τις πιέσεις της EE, όπως ελπίζουν οι E/K «ενδοτικοί», είτε κάτω από τις πιέσεις του βέτο των «απορριπτικών»).

Πέρα από τις γενικές επιδιώξεις του συνόλου της τουρκικής αστικής τάξης, η κύρια δύναμη του Nτενκτάς ήταν πάντα το εθνικιστικό κατεστημένο της Tουρκίας, το οποίο εισέβαλε για να «σώσει» τους T/K το ’74, και προς το οποίο προσέφευγε πάντα σε ώρες ανάγκης, παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού.

Aυτό το παιχνίδι και η αβέβαιης ακόμα κατάληξης σύγκρουση ανάμεσα στο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας με το κομμάτι της αστικής τάξης που εμφανίζεται σαν περισσότερο ευρωπαϊστές, προκαλεί την Tουρκική διγλωσσία στο Kυπριακό και τις αλλοπρόσαλλες δηλώσεις και κινήσεις του Eρτογάν. H οικονομικοπολιτική όμως αστάθεια στην Tουρκία είναι τέτοια, που μπορεί απότομα και αναπάντεχα να ανατρέψει το σκηνικό της σταθερότητας και των ειρηνικών διακηρύξεων που κυριαρχούν σήμερα.

H «παντοδυναμία» που διαθέτει σήμερα ο Tαλάτ, με τη συμμαχία του με το Δημοκρατικό Kόμμα του υιού Nτενκτάς, την υποχώρηση της δύναμης των υπόλοιπων «αριστερών» κομμάτων (Kοινοτικής Aπελευθέρωσης, Eιρήνης και Δημοκρατίας, Nέα Kύπρος) και την αποδυνάμωση του κύριου κόμματος της δεξιάς (του Έρογλου), δεν απομακρύνει μόνιμα τους κινδύνους αποσταθεροποίησης ή επιστροφής στο προσκήνιο των εθνικιστικών κομμάτων και οργανώσεων όπως των Γκρίζων Λύκων. Δυνάμεων που δεν αντιτίθενται απλώς στην ειρηνική διευθέτηση του Kυπριακού, αλλά έχουν τη δυνατότητα, σε συνεργασία με τις αντίστοιχες δυνάμεις στην Tουρκία, να αιματοκυλίσουν το νησί.

Oι συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες που έφεραν την προσέγγιση της Eλλάδας και της Tουρκίας στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων δεν πρέπει να αντικρίζονται σαν μόνιμες καταστάσεις.

Oύτε ισχύουν φυσικά οι εθνικιστικές ανοησίες σύμφωνα με τις οποίες η αντιπαλότητα της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης προέρχεται από κάποια αιώνια ιστορικά και εθνικά αίτια. Αντίθετα, δρώντας, η ελληνική και η τουρκική αστική τάξη, σαν τοπικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην περιοχή, έχουν κατ’ εξοχήν αντικρουόμενα συμφέροντα, τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο. Aυτά τα συγκρουόμενα συμφέροντα δεν έχουν γεφυρωθεί, πράγμα που φανερώνουν, άλλωστε, οι ξέφρενοι εξοπλισμοί, οι συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου χώρου κ.λπ. Γεγονότα όπως το παραλίγο θερμό επεισόδιο στα Ίμια το 1996 είναι εκεί να μας θυμίζουν τι μπορεί να επιφυλάξει το μέλλον αν δεν επιλυθούν οι ριζικές αιτίες που προκαλούν και επαναφέρουν συνεχώς τις εθνικές συγκρούσεις.

V. Χρεοκοπημένες στρατηγικές

Η ε/κ αστική τάξη, σε συμμαχία με την ελληνική, όλα αυτά τα χρόνια υπόσχονται στον κυπριακό λαό «αγώνα», και «δικαίωση». Στην πραγματικότητα όλες οι στρατηγικές επιλογές που επέλεξαν και εφάρμοσαν στη διάρκεια των τελευταίων  τριών δεκαετιών έχουν οδηγηθεί σε πλήρη χρεοκοπία. Δεν θα περίμενε κανείς βέβαια τις αστικές τάξεις στην Ελλάδα και την Κύπρο να παραδεχτούν κάτι τέτοιο.

Το αποτέλεσμα αυτό, η χρεοκοπία δηλαδή των επιλογών των αστών, ήταν αναπόφευκτη με βάση την πιο πάνω ανάλυση μας και τις προβλέψεις των μαρξιστών της CWI.

ΟΗΕ

Την πρώτη περίοδο μετά το 1974 οι ε/κ ηγεσίες στήριξαν όλη την στρατηγική τους στις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών τα οποία καταγγέλλανε την τουρκική εισβολή.

Όπως όμως πάντα εξηγούσαν οι μαρξιστές ο ΟΗΕ, όπως και όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αποτελούν όργανα στα χέρια των μεγάλων δυνάμεων για να εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα των λαών. Ο ΟΗΕ δεν είχε λύσει ποτέ κανένα σοβαρό πρόβλημα παρόμοιο με το Κυπριακό, καμιά  εθνική  διαμάχη  η πολεμική σύγκρουση υπέρ των λαών, για να μπορούσε να λύσει και το Κυπριακό. Τα μαζικά όμως κόμματα της αριστεράς και ιδιαίτερα το ΑΚΕΛ ποτέ δεν καταγγείλανε τον ΟΗΕ και τον ρόλο του.

Η εντύπωση ότι οι μεγάλες δυνάμεις θα υποχρέωναν την Τουρκία να σεβαστεί τις αρχές του  διεθνούς “δικαίου” και τα δικαιώματα των ελληνοκυπρίων προσφύγων, καθώς και ότι θα επέβαλαν την απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και την ενοποίηση της διαιρεμένης Κύπρου αποτελούσε αφελή αυταπάτη ή συνειδητό αποπροσανατολισμό και κοροϊδία του κυπριακού λαού.

Γιατί όπως εξηγήσαμε πιο πάνω η Τουρκία αποτελεί για τις μεγάλες δυνάμεις πολύ σημαντικό στρατηγικό εταίρο λόγω της γεωπολιτικής της θέσης και του ρόλου της.  Έτσι, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα Αμερική και Ευρώπη να θυσιάσουν τα δικά τους οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα για χάρη της Κύπρου.

Η ίδια ανάλυση ισχύει και για το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών. Οι γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο και οι διαφορές για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, τον εναέριο χώρο, τα χωρικά ύδατα και τις μειονότητες σε Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν μόνιμες εστίες αντιπαράθεσης απέναντι στις οποίες η Αμερική και Ε.Ε. επιδιώκουν απλά ένα συμβιβασμό για να μη χαλάσουν τις σχέσεις τους με καμία από τις δύο πλευρές. Η σύγκρουση συμφερόντων όμως είναι τέτοια που διάφορες συμβιβαστικές προτάσεις απορρίπτονται είτε από τη μια είτε από τη άλλη πλευρά.

Αυτή την απλή τοποθέτηση, την οποία κατανοούν πολλοί αστοί αναλυτές η κυπριακή η Αριστερά φαίνεται να μην μπορεί να  συλλάβει.

Από τον ΟΗΕ στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ…

Όταν  έγινε σαφές ότι ο ΟΗΕ δεν επρόκειτο να  δώσει λύση  στο πρόβλημα η κυπριακή κυβέρνηση  μαζί με την ελληνική  αποφάσισαν την επεξεργασία μιας νέας στρατηγικής την οποία μάλιστα εμφάνισαν στον Κυπριακό και τον ελληνικό λαό σαν μεγαλοφυή: την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.

Η στρατηγική αυτή θεωρούσε ότι εφόσον έμπαινε η Κύπρος στην Ε.Ε. αυτό θα σήμαινε ότι η Τουρκία θα είχε υπό κατοχή ευρωπαϊκά εδάφη και συνεπώς θα πίεζε για την απελευθέρωση της κατεχόμενης Κύπρου. Και πάλι οι μαρξιστές της CWI εξηγήσαμε από την αρχή ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα  οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση με την Τουρκία και έτσι να θυσιάσουν τα δικά τους συμφέροντα στην Τουρκία για χάρη της Κύπρου ή της Ελλάδας.

Η στρατηγική της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. όχι μόνο δεν έδωσε λύση αλλά οδήγησε σε παταγώδη αποτυχία. Η Ε.Ε. στήριξε το σχέδιο Ανάν, το οποίο από την αρχή πήγαινε “πακέτο”  με την ένταξη της  Κύπρου στην Ε.Ε. μόνο και μόνο για να μην έχει να αντιμετωπίσει τη μετατροπή του Κυπριακού σε ευρωπαϊκό πρόβλημα – τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν από την ε/κ πλευρά αποτέλεσε, στο επίπεδο της διεθνούς διπλωματίας, το πιο μεγάλο χτύπημα για την κυπριακή κυβέρνηση από το 1974, την για πρώτη φορά διπλωματική απομόνωση της διεθνώς. Αυτό ήταν ένα από τα αποτελέσματα της «επιτυχίας» της ένταξης στην ΕΕ.

…και τώρα στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ…

Τώρα, η νέα “μεγαλοφυής” σύλληψη της κυπριακής και ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα λύσει το κυπριακό πρόβλημα!

Γιατί, υποτίθεται ότι, επειδή υπάρχει ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης  και περιουσίας στην Ε.Ε., όταν ενταχθεί η Τουρκία θα ενταχθεί και η βόρεια Κύπρος και έτσι θα ισχύουν για το σύνολο  της Κύπρου όλες οι βασικές ελευθερίες…

Πρόκειται  για την πιο μεγάλη αφέλεια ή την πιο μεγάλη υποκρισία.

Η ουσία της λύσης του Κυπριακού βρίσκεται στην δυνατότητα των δύο κοινοτήτων να συνυπάρχουν αρμονικά μεταξύ τους. Αυτό δεν μπορεί να το διασφαλίσει κανένας νόμος  της Ε.Ε. – ακόμα και αν υπήρχε! Το αν θα μπορέσει να  επιστρέψει ο Ελληνοκύπριος πρόσφυγας στο σπίτι του, για παράδειγμα, εξαρτάται όχι από κάποιους πιθανούς νόμους αλλά από την αντιμετώπιση που θα έχει από τις τοπικές κοινότητες. Η καχυποψία, ή και το μίσος ανάμεσα στις δύο κοινότητες μπορεί να διατηρείται ακόμη και αν το σύνολο της Κύπρου ενταχθεί στην Ε.Ε. Οι φασιστικές οργανώσεις, η ακροδεξιά,  οι εθνικιστές,  υπάρχουν  σε υπεραρκετούς αριθμούς  για να διασφαλίσουν  ότι κανένας Ελληνοκύπριος και κανένας Τουρκοκύπριος δεν θα νιώθει ασφαλής και  άνετος  συμβιώνοντας με την άλλη κοινότητα.

Όσο  υπάρχει καπιταλιστικός ανταγωνισμός, φτώχεια και ανισότητα, που είναι σύμφυτες του καπιταλισμού, θα αναπαράγεται ο εθνικισμός που θα κρατά τις δύο κοινότητες μακριά.

Δεν θα λυθεί, θ’ αλλάξει μορφή!

Η ιστορική εμπειρία δείχνει πως εθνικά προβλήματα παραμένουν άλυτα για δεκαετίες, όσες προσπάθειες κι αν καταβάλλονται για τη λύση τους, με χαρατκηριστικά παραδείγματα το Παλαιστινιακό, το Ιρλανδικό, το Βοσνιακό, του Κοσσυφοπεδίου, κλπ. Αποδείχνει επίσης ότι και οι πιο ανεπτυγμένες και πλούσιες χώρες, που στο παρελθόν είχαν λύσει τα εθνικά τους προβλήματα, τα βλέπουν σήμερα να επιστρέφουν δυναμικά. Από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα είναι το Βέλγιο όπου  Γαλλόφωνοι και  Φλαμανδοί αρνούνται να μιλήσουν μεταξύ τους το δε νεο-φασιστικό  Φλαμανδικό Μπλοκ κυμαίνεται στα 20 – 25 %. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση επίσης της Σκοτίας και της Ουαλίας στις οποίες έχουν εμφανιστεί μαζικά κινήματα υπέρ της ανεξαρτησίας. Επίσης του Κεμπέκ στον  Καναδά που διεκδικεί ανεξαρτησία. Ή ακόμα η αντιπαράθεση βορρά και νότου στην Ιταλία με ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμό στον βορρά να υπερασπίζει τη διαίρεση της χώρας.  [S1]

Αυτό σημαίνει  πως ακόμα και αν η Τουρκία ενταχθεί στην  Ε.Ε. το κυπριακό πρόβλημα δεν θα έχει λυθεί αλλά θα έχει απλά  αλλάξει χαρακτήρα.

Όλες οι πιθανές στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης στην Κύπρο και την Ελλάδα  έχουν στην ουσία δοκιμαστεί και αποτύχει.  Όπως αναφέρουμε πιο πάνω, όμως, η αστική τάξη δεν υπάρχει καμία περίπτωση να παραδεχθεί την αδυναμία της να βρει τρόπο να λυθεί το κυπριακό πρόβλημα. Θα κατηγορεί πάντα και μόνιμα τον αντίπαλο για αδιαλλαξία  και καταπάτηση κάθε αρχής δικαίου κ.λπ. (το οποίο βέβαια είναι απόλυτα σωστό) πράγμα όμως που δεν δίνει καμία προοπτική  στους Κυπρίους εργαζόμενους είτε στο βορρά είτε στο νότο. Έχει μόνο ένα αποτέλεσμα: Να αναπτύσσει τον εθνικισμό,  την καχυποψία και το μίσος ανάμεσα στις δύο κοινότητες, και έτσι να απομακρύνει ακόμα περισσότερο  την προοπτική να λυθεί  το πρόβλημα.

VI. το σχέδιο Ανάν δεν ήταν το τελευταίο

Το σχέδιο Ανάν αποτελεί την πιο σοβαρή μέχρι σήμερα προσπάθεια των  ιμπεριαλιστών να δώσουν λύση στο  Κυπριακό πρόβλημα. Η αποτυχία του δεν σημαίνει πως αποτελεί  την τελευταία προσπάθεια. Κάθε άλλο, είναι σίγουρο πως νέες προσπάθειες θα ξαναγίνουν. Είναι επίσης σίγουρο πως θα κινούνται πάνω στις ίδιες περίπου  προδιαγραφές. Οι ιμπεριαλιστές θα περιμένουν να «κουραστούν» οι δυνάμεις του «όχι», να απογοητευτεί ο μέσος ε/κ, σε συνδυασμό πιθανά και με μια κυβερνητική αλλαγή, για να ξανακάνουν μια καινούργια προσπάθεια.

Στο βαθμό που γίνει αυτό θα δούμε την ιστορία να επαναλαμβάνεται.

Τα οικονομικά  και στρατηγικά συμφέροντα  το οποία συγκρούονται στην Κύπρο δεν  έχουν αλλάξει  και δεν πρόκειται να αλλάξουν για το προβλεπτό μέλλον.  Η ε/κ αστική τάξη έχει την οικονομική δύναμη – σε περίπτωση λύσης που να της παρέχει τη δυνατότητα απρόσκοπτης επέκτασης- να θέσει το σύνολο του νησιού κάτω από τον δικό της έλεγχο, να εξαλείψει δηλαδή στην ουσία την τουρκοκυπριακή αστική τάξη. Επομένως ο μοναδικός τρόπος η τουρκοκυπριακή αστική τάξη να επιβιώσει σαν τάξη είναι να έχει την πολιτική εξουσία που να εμποδίζει την κυριαρχία  των ε/κ στο βορρά. Αυτό σημαίνει να έχει κρατική εξουσία είτε αυτή ονομάζεται επίσημα και καθαρά «κράτος  είτε όχι.

Ο δεύτερος παράγοντας  που πρέπει σοβαρά να ληφθεί υπόψη  είναι η σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.  Για τα στρατηγικά συμφέροντα  της Τουρκίας  η κατοχή ενός τμήματος της Κύπρου είναι καίριας σημασίας. Η Τουρκία δεν πρόκειται να παραχωρήσει (να χαρίσει) στην ελληνική πλευρά τα εδάφη της βόρειας Κύπρου εγκαταλείποντας τα στρατηγικά της συμφέροντα. Οι αστικές τάξεις,  σε όλη την ιστορία τους, κερδίζουν ή χάνουν εδάφη μέσα από πολέμους! Τα χάνουν μόνο όταν τους το επιβάλλουν πολύ ισχυρότερες  δυνάμεις .  Στην περίπτωση της Τουρκίας οι ” ισχυρές δυνάμεις” όπως οι ΗΠΑ η Βρετανία και άλλες χώρες υποστηρίζουν τα τουρκικά συμφέροντα. Επομένως είναι αστείο να θεωρεί κανείς ότι η Τουρκία  μπορεί κάτω από τις “πιέσεις” κάποιων ευρωπαϊκών χωρών να παραχωρήσει τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη στην ελληνοκυπριακή και ελληνική αστική τάξη  που αποτελούν τους ανταγωνιστές και  αντιπάλους της.

Με βάση αυτά χρειάζεται να καταλάβουμε ότι ο λόγος που η τουρκοκυπριακή αστική τάξη  και τουρκική αστική τάξη αποδέχτηκαν με το σχέδιο Ανάν  είναι γιατί ικανοποιούσε αυτή  τη στρατηγική τους επιδιώξη – τους  διασφάλιζε δηλαδή  κρατική εξουσία (ουσιαστικά) στον βορρά. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο είναι που η ελληνοκυπριακή αστική τάξη  απέρριψε το σχέδιο Ανάν  – έδινε την κρατική εξουσία, στη Βόρεια Κύπρο, στην τουρκοκυπριακή (και την τούρκικη) αστική τάξη.

Τα πιο πάνω βασικά χαρακτηριστικά της αντιπαράθεσης και αυτή η βασική ανάλυση δεν πρόκειται να αλλάξουν στο προβλεπόμενο μέλλον. Επομένως στο βαθμό στον οποίο εμφανιστούν νέα σχέδια τύπου Ανάν στο μέλλον δεν θα διαφέρουν ουσιαστικά από το πρωτότυπο. Και έτσι η ιστορία θα επαναλαμβάνεται με τους ίδιους κινδύνους:

§  Στο βαθμό στον οποίο η ε/κ πλευρά αρνείται να τα αποδεχτεί, η καχυποψία ανάμεσα στις κοινότητες θα μεγαλώνει, ο ρατσισμός και ο εθνικισμός θα ενισχύονται, η διαίρεση των  δύο κοινοτήτων θα εδραιώνεται.

§  Στο βαθμό στον οποίο υπογράψει μια τέτοιου τύπου  «λύση» τότε  δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για πιθανή παραλυσία και κατάρρευση του κράτους, καθώς και για να αναλάβουν τον “εθνοσωτήριο” τους ρόλο οι ακροδεξιοί εθνικιστές  και νεοφασίστες, και στις δύο πλευρές, και να οδηγήσουν σε νέες τραγωδίες.

Συνοψίζοντας πρέπει να πούμε: Δεν μπορεί να αποκλειστεί στο μέλλον οι δύο αστικές τάξεις να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία για το Κυπριακό. Αυτό όμως δεν θα μπορεί να αποτελέσει λύση του εθνικού προβλήματος. Λύση μπορεί να υπάρξει μόνο αν οι δύο κοινότητες νοιώθουν ότι ικανοποιούνται όλες οι βασικές τους διεκδικήσεις, αυτά που θεωρούν σαν βασικά και αναφαίρετα δικαιώματά τους. Και αυτό αποκλείεται να γίνει μέσα από τις διαδικασίες των διεθνών οργανισμών και των συνομιλιών ανάμεσα στις αστικές τάξεις.

Όσο υπάρχει δυσαρέσκεια, καχυποψία,  εθνικισμός, ανάμεσα στις δύο κοινότητες το εθνικό πρόβλημα θα παραμένει ζωντανό και θα αναπαράγεται. Και όσο υπάρχει καπιταλισμός, ο οποίος δημιουργεί και αναπαράγει την φτώχεια, την ανισότητα και τον εθνικισμό, το πρόβλημα θα παραμένει. Με δεδομένη την πολύ  ισχυρή παρουσία ακροδεξιών και στις δύο πλευρές, (ΕΟΚΑ Β΄ από τη μια και Γκρίζοι λύκοι, από την άλλη) είναι εύκολο να  καταλάβει κανείς  πόσο μεγάλοι είναι οι κίνδυνοι νέων συγκρούσεων, νέων αιματοχυσιών, νέων καταστροφών.

Με αυτή την έννοια επαναλαμβάνουμε αυτό που σημειώσαμε και πιο πάνω:  Ακόμα και αν υπάρξει συμφωνία ανάμεσα  στις δύο αστικές  τάξης για  το Κυπριακό , κάτω από την πίεση των διεθνών οργανισμών και των ισχυρών δυνάμεων, αυτό δεν  θα λύσει το εθνικό πρόβλημα στην Κύπρο απλά θα αλλάξει τον χαρακτήρα του και θα εγκυμονεί νέους κινδύνους για νέες μελλοντικές τραγωδίες.

VII. Όσο υπάρχει καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει λύση

Όλη η πιο πάνω ανάλυση  καταλήγει  σε ένα βασικό συμπέρασμα:  Ότι οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου στο βορρά και στο νότο, μαζί με τις  άρχουσες τάξεις στην Τουρκία και την Ελλάδα, δεν μπορούν να καταλήξουν σε μια βιώσιμη λύση στο κυπριακό πρόβλημα λόγω της σύγκρουσης συμφερόντων, η οποία υπάρχει μεταξύ τους. Για τους αστούς, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, Έλληνες και Τούρκους αλλά και για τους ιμπεριαλιστές η Κύπρος αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης και πάλης για κυριαρχία  και επιβολή, σε επίπεδο οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων. Επειδή δεν μπορούν να τα συμβιβάσουν και επειδή κανείς δεν είναι αρκετά δυνατός για να υποχρεώσει την αντίπαλη πλευρά να αποδεχθεί τη θέση του,   το Κυπριακό παραμένει σε αδιέξοδο.

Αυτή η κατανόηση οδηγεί αβίαστα  στο συμπέρασμα ότι μόνο  οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, και τα κόμματα που τους αντιπροσωπεύουν, μπορούν να βρουν μια γλώσσα συνεννόησης μεταξύ τους, να χτίσουν γέφυρες επικοινωνίας και συνεργασίας, και να επεξεργαστούν από κοινού  προτάσεις λύσης τις οποίες στη συνέχεια να καταθέσουν στον κυπριακό λαό, στο βορρά και το νότο, και να παλέψουν για την υιοθέτηση και την εφαρμογή τους.   Γιατί οι εργαζόμενοι, Ελληνοκύπριοι  και Τουρκοκύπριοι, σε αντίθεση με τους αστούς  καταλαβαίνουν πως μόνο μαζί μπορούν να διασφαλίσουν ένα ειρηνικό και αρμονικό μέλλον το οποίο να τους παρέχει απασχόληση, υγεία, μόρφωση  και ένα  αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.

Η Αριστερά όμως, που μιλά στο όνομα των ταξικών συμφερόντων  των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων  έχει  αποτύχει ολοκληρωτικά στον ιστορικό ρόλο που έχει να διαδραματίσει.

Σε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες στήριξαν ανεπιφύλακτα όλες τις επιλογές των αστών. Οι μεγαλύτερες ευθύνες ασφαλώς βαρύνουν το ΑΚΕΛ το οποίο αποτελεί  το ιστορικό κόμμα των εργαζομένων της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων,  με την πιο μακρά ιστορία, την πιο μεγάλη απήχηση και τις πιο ισχυρές συντεχνίες.  Ακόμα και όταν όμως στο ΑΚΕΛ και τα συνδικάτα του  (ΠΕΟ) συμμετείχαν μαζί Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, το ΑΚΕΛ υποστήριζε τον Μακάριο. Ακόμα και όταν υπήρχαν οι διακοινοτικές συγκρούσεις  στη διάρκεια της δεκαετίας του ΄60, το ΑΚΕΛ  υποστήριζε την ε/κ ηγεσία. Έτσι ναρκοθετούσε, το ίδιο, τον μοναδικό παράγοντα που  μπορούσε να αποτρέψει τη μελλοντική καταστροφή  και διαίρεση του νησιού  –  δηλαδή την ενότητα σε πολιτικό και συνδικαλιστικό   επίπεδο των εργαζομένων και στις δύο κοινότητες.

VII. Το  ΑΚΕΛ και οι συνομιλίες

Για δεκαετίες το ΑΚΕΛ στήριζε  τις διακοινοτικές συνομιλίες ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή πλευρά κάτω από την αιγίδα του ΟΗΕ με υποτιθέμενο στόχο την “λύση” του κυπριακού. Οι μαρξιστές στην Κύπρο είχαν προβλέψει από τη δεκαετία του ’70 ότι ήταν αδύνατον να λυθεί το  Κυπριακό μέσα  από τις διακοινοτικές συνομιλίες αναλύοντας τον ταξικό χαρακτήρα του κυπριακού (δηλαδή τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στις  αστικές τάξεις) που δεν επέτρεπε ένα τέτοιο θετικό αποτέλεσμα.

Το γεγονός ότι τριάντα χρόνια μετά οι συνομιλίες βρίσκονται σε πλήρες τέλμα  αποτελεί μια μεγάλη επιβεβαίωση της μαρξιστική προσέγγισης.

Η Αριστερά και πιο ειδικά το ΑΚΕΛ είχε ιστορική ευθύνη να απαντήσει στις συνομιλίες ανάμεσα στις δύο  αστικές τάξεις, προτείνοντας συνομιλίες των αριστερών κομμάτων και εργατικών  οργανώσεων  των δύο κοινοτήτων.  Είχε ευθύνη να παλέψει για την  αντικατάσταση των  διακοινοτικών συνομιλιών με  συνομιλίες  της αριστεράς, γιατί μόνο η Αριστερά μπορούσε να    καταλήξει σε προτάσεις  που να αντανακλούν τα συμφέροντα  τις διαθέσεις και  τους οραματισμούς των δύο κοινοτήτων.

Το επιχείρημα (που παλιά ακουγόταν πολύ συχνά από κύκλους του ΑΚΕΛ) ότι ήταν αδύνατη η επαφή και η συνεννόηση ανάμεσα  στις αριστερές και συνδικαλιστικές οργανώσεις λόγω του διαχωρισμού είναι σαθρό.  Ακόμα και στις πιο δύσκολες περιόδους, της πιο έντονης καταστολής και της πιο  αυταρχικής διακυβέρνησης από το  καθεστώς του Ντενκτάς η Αριστερά μπορούσε να πάρει πρωτοβουλίες και να συναντηθεί σε χώρες του εξωτερικού. Εκεί να συζητήσει και να διαπραγματευτεί ένα πλαίσιο λύσης του προβλήματος. Να το παρουσιάσει στον κυπριακό λαό στο βορρά και το νότο. Και να ξεκινήσει μια μακρόπνοη εκστρατεία υπέρ της υιοθέτησης του και ενάντια στον εθνικισμό και τις αστικές  τάξεις.

Ιδιαίτερα όμως από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά η δυνατότητα επαφής ανάμεσα στην ε/κ και τ/κ αριστερά και συνδικάτα ήταν απρόσκοπτη.

Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι η άρνηση του ΑΚΕΛ να επιδιώξει το κτίσιμο κοινού μετώπου ε/κ και τ/κ εργαζομένων ήταν αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής. ’Εμεινε σταθερά προσκολλημένο  στην πολιτική της στήριξης της “εθνικής αστικής τάξης”,  (Μακάριο, Κυπριανού.. τώρα Παπαδόπουλο…) ενάντια, υποτίθεται, στον ιμπεριαλισμό και την κατοχή το οποίο στην πράξη μεταφράζεται σε υποστήριξη των συμφερόντων της ε/κ αστικής τάξης.

Ταυτόχρονα επαναλάμβανε το σύνθημα της “επαναπροσέγγισης” των δύο κοινοτήτων. Ήταν ένα σύνθημα κενό περιεχομένου  γιατί ζητούσε επαναπροσέγγιση στη βάση των πολιτικών της ε/κ αστικής τάξης! Αυτό ήταν αδύνατο και αδιανόητο!  Η επαναπροσέγγιση θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο στη βάση της κοινής πάλης της αριστεράς στις δύο πλευρές του νησιού ενάντια στα συμφέροντα και τις πολιτικές των δύο αστικών τάξεων και των “μητέρων πατρίδων”.

Η συνολική στάση του ΑΚΕΛ απέναντι στο κυπριακό πρόβλημα αποτελεί απόδειξη της πλήρους εγκατάλειψης  από την ηγεσία του ΑΚΕΛ της ταξικής ανάλυσης και του μαρξισμού.

Η ολοκληρωτική χρεοκοπία  της ηγεσίας του αποδείχθηκε ακόμα πιο  τρανταχτά  στη στάση που κράτησε απέναντι  στην εξέγερση των τουρκοκυπρίων  ενάντια στο καθεστώς του Ντενκτάς που ξεκίνησε από το 2000 και κλιμακώθηκε σε μια μεγαλειώδη εξέγερση το 2003, και  μετά  και στο γεγονός ότι προχώρησε στη δημιουργία κοινής κυβέρνησης με το ΔΗΚΟ και τον Τάσσο Παπαδόπουλο.

VIII. Η εξέγερση των τουρκοκυπρίων

Η εξέγερση των τουρκοκυπρίων το 2003, με τις πιο μαζικές διαδηλώσεις  στην ιστορία τους και που ανάγκασαν τον Ντενκτάς να ανοίξει τα σύνορα με το Νότο, παρείχε μια μοναδική δυνατότητα για να χτιστεί ένα κοινό μέτωπο πάλης ε/κ και τ/κ εργαζομένων και η οποία χάθηκε. Για να μπορούσε η δυνατότητα να γίνει πραγματικότητα, να πάρει συγκεκριμένα σάρκα και οστά, θα έπρεπε να αντανακλαστεί σε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα και δράση. Διαφορετικά θα εξατμιζόταν – όπως και έγινε.

Αν το ΑΚΕΛ ήταν ένα πραγματικά αριστερό κόμμα  θα  είχε προχωρήσει σε μια σειρά πρωτοβουλιών όπως οι ακόλουθες :

· θα δήλωνε την πλήρη συμπαράσταση των ε/κ μαζών, από την πρώτη στιγμή, στην εξέγερση των τ/κ και θα προχωρούσε σε μαζικές εκδηλώσεις, κινητοποιήσεις, συναυλίες κ.λπ. στη νεκρή ζώνη καλώντας για το άμεσο άνοιγμα των συνόρων.

· θα οργάνωνε, μετά το άνοιγμα, μαζικές επισκέψεις των ε/κ στον Βορρά και αντίστοιχα των τ/κ στο Νότο, στις πόλεις και στα χωριά της καταγωγής τους συνδυάζοντας τις, σε κάθε περίπτωση, με μαζικές εκδηλώσεις συναδέλφωσης

· θα προχωρούσε στη δημιουργία τοπικών-λαϊκών  επιτροπών επαναπροσέγγισης και συναδέλφωσης  ε/κ και τ/κ σε κάθε πόλη και κάθε χωριό που να δικτυώνονται μεταξύ τους σε παγκύπριο επίπεδο.

· θα καλούσε  τους εκπρόσωπους του τ/κ κινήματος σε συνομιλίες που να αφορούν την επιθυμητή λύση του κυπριακού.

·  Μαζί με το τ/κ κίνημα  θα ανάπτυσσε ένα αντίστοιχο ε/κ κίνημα που να περιλαμβάνει συζητήσεις σε όλη την κοινωνία για τις προτάσεις της αριστεράς, και που σε συνδυασμό με κοινές μαζικές κινητοποιήσεις,  θα έθετε σαν στόχο την κυβερνητική αλλαγή, ώστε να ανέβουν στο Βορρά και στο Νότο, κυβερνήσεις της αριστεράς, που να εφαρμόσουν την προτεινόμενη λύση όπως θα προέκυπτε από μια διεξοδική και ουσιαστική συμμετοχή της κοινωνίας.

Ότι μια τέτοια διαδικασία ήταν δυνατό να υιοθετηθεί από το κίνημα στις δύο πλευρές του νησιού είναι ξεκάθαρο. Αν απέδειξε κάτι  το σχέδιο Ανάν είναι ακριβώς ότι μέσα στις μάζες υπήρχε διάθεση για συμφωνία και λύση του προβλήματος.

IX. Ποια λύση;

Ο βασικός λόγος για  τον οποίο το σχέδιο Ανάν δεν υιοθετήθηκε από την πολιτική ηγεσία των ε/κ  και τελικά καταψηφίστηκε από την πλειοψηφία των ε/κ, δεν είχε να κάνει με τα ποσοστά επιστροφής εδαφών και προσφύγων (γι΄ αυτά εξάλλου υπήρχαν και άλλα περιθώρια διαπραγμάτευσης) αλλά έχει να  κάνει με το ζήτημα  του κράτους.

Το σχέδιο Ανάν προνοούσε, ανάμεσα σε άλλα

·       δύο ξεχωριστά κράτη, σε “συσκευασία” του ενός.

·       ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα διακυβέρνησης, με πολύ λεπτές ισορροπίες  ανάμεσα στους αντιπροσώπους  των δύο κοινοτήτων στη βουλή και στο προεδρικό  συμβούλιο  το οποίο μπορούσε πάρα πολύ εύκολα να καταρρεύσει  με τις πρώτες διαφωνίες

·       διατήρηση του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων, για την Τουρκία την Ελλάδα και την Βρετανία, που τους παρείχε το δικαίωμα ενόπλων παρεμβάσεων,

·       παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων,  έστω σε  μικρότερο βαθμό.

Αυτές οι πρόνοιες στην πράξη σήμαιναν πως η τ/κ «πλευρά», είχε τη δυνατότητα, με την υποστήριξη βέβαια της Τουρκίας, να οδηγήσει το “κοινό κράτος” σε κρίση, προκαλώντας παράλυση των λειτουργιών  του, και οδηγώντας έτσι τα πράγματα στη δημιουργία δύο επίσημα αναγνωρισμένων κρατών αναιρώντας και όλες τις παραχωρήσεις στις οποίες θα προέβαινε η τουρκική πλευρά στο επίπεδο των εδαφών της επιστροφής προσφύγων κ.λπ. Το σχέδιο Ανάν παρείχε δε στην Τουρκία τη δυνατότητα να παρέμβει και στρατιωτικά για να επιβάλει κάτι τέτοιο, στο όνομα (βέβαια) της «υπεράσπισης των δικαιωμάτων των τ/κ».

Έχει μεγάλη σημασία η κατανόηση πως αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους η ε/κ πολιτική ηγεσία απέρριψε το σχέδιο παρά τις πιέσεις. Γατί αποκαλύπτει την πάλη για κυριαρχία και έλεγχο του  “κοινού κράτους” από τις  δύο αστικές τάξεις στο νησί. Αποκαλύπτει πως αυτό που δεν επιτρέπει την λύση είναι το γεγονός πως η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τους, ο έντονος ανταγωνισμός και καχυποψία που επικρατεί ανάμεσά τους, δεν τους επιτρέπει να λειτουργήσουν από κοινού  στα πλαίσια ενός κοινού κρατικού μηχανισμού. (Αυτό είχε αποδείξει πιο παλιά και η κατάρρευσή του ενιαίου κράτους που είχαν δημιουργήσει οι συμφωνίες της Ζυρίχης).

Αυτό όμως που για τις αστικές τάξεις αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο, για τους εργαζόμενους δεν αποτελεί καθόλου κάτι τέτοιο. Γιατί από τη στιγμή που υπάρξει ένα κοινό κράτος ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων με την εξουσία να βρίσκεται σε εκπροσώπους των εργαζομένων και όχι του κεφαλαίου ο χρόνος δεν θα λειτουργεί υπέρ της σύγκρουσης και της διαίρεσης αλλά θα λειτουργεί αντίστροφα, θα φέρνει τις δύο κοινότητες όλο και πιο κοντά, οδηγώντας τελικά στην κατάργηση των  όποιων διαχωρισμών  η συνόρων υπάρχουν μεταξύ τους.

Αυτό που  απέδειξε το κίνημα των τ/κ είναι ότι οι τ/κ θέλανε και παλεύανε για να απαλλαγούν από το καθεστώς του Ντενκτάς και από τα τουρκικά στρατεύματα.  Εδώ, η ε/κ αριστερά δηλαδή το ΑΚΕΛ, άφησε μια απίστευτη ιστορική ευκαιρία να πάει χαμένη. Γιατί μπορούσε να  προτείνει  μια κρατική/διοικητική δομή και λειτουργία που να παρέχει στους Τουρκοκύπριους εγγυήσεις για τα δικαιώματά τους καθώς για την ασφάλειά τους (σαν μειοψηφία) στα πλαίσια ενός κοινού κράτους Αν το ΑΚΕΛ ήταν ένα πραγματικά αριστερό κόμμα θα είχε προτείνει στο τουρκοκυπριακό κίνημα, κι όχι στην τ/κ αστική τάξη μια σειρά σημείων  πάνω  στις γραμμές των ακόλουθων:

·       Κύπρος πραγματικά  ανεξάρτητη  χωρίς καμία ξένη εγγυήτρια δύναμη  χωρίς κανένα ξένο στρατό ή βάσεις

·       Σώματα ασφαλείας, με τη μορφή των πολιτοφυλακών, που να αποτελούνται εξίσου, 50 – 50 %, από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους εργαζόμενους, έτσι ώστε οι τουρκοκύπριοι να μην νοιώθουν ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί καταστολή εκ μέρους των  ελληνοκυπρίων εναντίον τους και να μην θεωρούν αναγκαία την «προστασία» της Τουρκίας

·       Ισότιμη αντιπροσώπευση των δύο κοινοτήτων σε επίπεδο διακυβέρνησης έτσι ώστε να μην νοιώθουν οι τ/κ ότι μπορεί το κράτος να λειτουργεί προς όφελος των συμφερόντων της πλειοψηφούσας κοινότητας, δηλαδή των ε/κ.

·       Στηριγμένη στις λαϊκές επιτροπές επαναπροσέγγισης (βλ. πιο πάνω) και στις λαϊκές πολιτοφυλακές η κοινή κυβέρνηση ε/κ και τ/κ εργαζομένων θα αντιμετώπιζε αποφασιστικά κάθε προσπάθεια αναβίωσης εθνικιστικών και νεοφασιστικών  οργανώσεων τύπου ΕΟΚΑ Γ΄ ή γκρίζων λύκων.

·       Πάνω σε αυτή τη βάση και σταδιακά, καθώς θα ανακτούνταν και θα εδραιωνόταν η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο κοινότητες, θα μπορούσε να επιτευχθεί η επιστροφή του συνόλου των προσφύγων στους χώρους καταγωγής τους.

X. σοσιαλιστική ομοσπονδία

Στη βάση ενός τέτοιου προγράμματος η Αριστερά θα μπορούσε να ανατρέψει όλα τα μέχρι σήμερα δεδομένα στο Κυπριακό και να βάλει τις βάσεις για την οριστική λύση στο πρόβλημα, η οποία πρώτα και κύρια περνάει μέσα από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και το χτίσιμο αρμονικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Θα μπορούσε να διεκδικήσει την διακυβέρνηση του τόπου και να αναλάβει την εξουσία στον Βορρά και στο Νότο.  Και από τη στιγμή βέβαια που το έκανε αυτό θα είχε την ευθύνη να εξαλείψει τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο πλευρές καθώς και τους παράγοντες που γεννούν και αναπαράγουν τη φτώχεια και την ανεργία στην κοινωνία γιατί αυτοί αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη του ρατσισμού και του εθνικισμού.

Αυτά σημαίνουν πως στην περίπτωση μιας τέτοιας προοπτικής θα πρέπει όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας, στην παραγωγή και το εμπόριο, οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες να φύγουν από τα χέρια των ιδιωτών, ντόπιων ή ξένων και να περάσουν στα χέρια της κοινωνίας, κάτω από συνθήκες κοινωνικού ελέγχου και διαχείρισης από τους  ίδιους τους εργαζόμενους, έτσι ώστε να τεθούν στην υπηρεσία  της κοινωνίας, των αναγκών των λαϊκών στρωμάτων και όχι του κέρδους του μεγάλου κεφαλαίου.

Έτσι να μπουν οι βάσεις από τους ε/κ και τ/κ εργαζόμενους για μια σοσιαλιστική ομοσπονδία στην Κύπρο σαν την λύση στον εθνικισμό την ακροδεξιά την αιματοχυσία τον πόλεμο και τη διαίρεση που ταλαιπωρούν για δεκαετίες το νησί. Πάνω σ’ αυτή τη βάση να απευθυνθούν στους Έλληνες εργαζόμενους στην Ελλάδα και στους εργαζόμενους στην Τουρκία να ζητήσουν συμπαράσταση και ταυτόχρονα να δώσουν το παράδειγμα για τη λύση των ευρύτερων ελληνοτουρκικών προβλημάτων που επίσης παραμένουν άλυτα για δεκαετίες αλλά που είναι προβλήματα ανταγωνισμού και πάλης για κυριαρχία στην περιοχή ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική αστική τάξη.

XI. για μια άλλη αριστερά

Το πιο πάνω σχέδιο είναι φυσικό να ακούεται στα αυτιά κάθε εργαζόμενου σαν εντελώς ουτοπικό και απομακρυσμένο. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό. Και υπάρχει μια απλή εξήγηση γι’ αυτό: για να ήταν ρεαλιστικά όλα τα πιο πάνω θα έπρεπε να υπάρχουν μαζικοί φορείς, δηλαδή μαζικά κόμματα της αριστεράς, που να τα υποστηρίζουν και να τα προπαγανδίζουν μέσα στις λαϊκές μάζες.

Αυτή η αριστερά, η αριστερά που περιγράφουμε, για να αναλάβει καθήκοντα όπως τα πιο πάνω, σήμερα δεν υπάρχει.

Το ΑΚΕΛ δεν πρόκειται ποτέ να παίξει τον παραπάνω ρόλο. Δεν πρόκειται ποτέ να συνδέσει την πάλη για λύση του εθνικού προβλήματος με την πάλη ενάντια στην αστική τάξη και για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Πολύ  περισσότερο σήμερα που έχει εμπλακεί στα γρανάζια της αστικής εξουσίας, της διαχείρισης του καπιταλισμού, συμμετέχοντας σε μια κυβέρνηση που υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της ε/κ αστικής τάξης, εφαρμόζοντας αντιλαϊκές πολιτικές.

Και είναι, βέβαια, αστείο να περιμένει κανείς από την ΕΔΕΚ ότι θα μπορούσε ποτέ να αναλάβει να καλύψει το κενό. Η ηγεσία της ΕΔΕΚ έχει στραφεί στον εθνικισμό ολοκληρωτικά, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε αναφορά στο ζήτημα της επαναπροσέγγισης των τουρκοκυπρίων (έστω στα λόγια, όπως κάνει το ΑΚΕΛ).

Ο ρόλος των μικρών δυνάμεων των Μαρξιστών σήμερα στην Κύπρο είναι να βάλουν σιγά – σιγά τις βάσεις για το χτίσιμο μιας νέας αριστεράς. Να πουν καθαρά στην κοινωνία, στο εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα στη νέα γενιά, ότι δεν μπορούν να περιμένουν τίποτε από τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς και ότι πρέπει να χτίσουμε ένα νέο πολιτικό  φορέα στην υπηρεσία  των εργαζομένων και της νέας γενιάς.

§  Μια νέα αριστερά, η οποία να είναι δημοκρατική στο εσωτερικό της, η οποία να είναι ταξική και διεθνιστική.

§  Η οποία να παλεύει ενάντια στις καθημερινές επιθέσεις που δέχεται το βιοτικό επίπεδο και οι συνθήκες εργασίας και ζωής των εργαζομένων και να συνδέει αυτή την πάλη με την ανάγκη της  ανατροπής του καπιταλισμού.

§  Η οποία να  παλεύει ανυποχώρητα ενάντια στον εθνικισμό και το ρατσισμό και υπέρ της επαναπροσέγγισης και της αρμονικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, όχι στα λόγια αλλά με έργα.

§  Η οποία να συνδέει την πάλη για λύση του εθνικού προβλήματος στην Κύπρο με την προοπτική του σοσιαλισμού.

§  Για μια σοσιαλιστική ομοσπονδία στην Κύπρο, στην  Ελλάδα και την Τουρκία, σε όλη την Ευρώπη, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις της CWI, που δρουν στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και σε όλο τον κόσμο.

Αυτό το έργο  ακούγεται δύσκολο. Και θα ήταν ανόητο να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο.

Όμως καταρχήν δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Και κατά δεύτερον το κενό στην  Αριστερά, που υπάρχει σήμερα στην Κύπρο, είναι πρωτοφανές. Ποτέ στην ιστορία της δεν ήταν τόσο εκτεθειμένη, τόσο «γυμνή» η Αριστερά. Πάνω σ’ αυτή τη βάση η νέα γενιά δεν έχει τις αυταπάτες που είχε η παλιά γενιά σε κόμματα όπως το ΑΚΕΛ και την ΕΔΕΚ.  Όλο και περισσότεροι νέοι  θα αναζητούν ριζοσπαστικές απαντήσεις  που δεν μπορούν να τους  δώσουν οι σημερινές ηγεσίες.

Και αυτή είναι η ισχυρότερη βάση πάνω στην οποία μπορεί να χτιστεί κάτι καινούργιο.

Οι νεαρές δυνάμεις της CWI στην Κύπρο στέκονται απέναντι σ’ αυτό το καθήκον με εμπιστοσύνη στη νέα γενιά, ψηλή αυτοπεποίθηση και πίστη στο μέλλον.

Και μαζί με τις δυνάμεις της CWI στην Ευρώπη, θέτουν τον ψηλό στόχο του κτισίματος μαζικών κομμάτων πιστών στις ιδέες του μαρξισμού και της ταξικής πάλης, στην Κύπρο, την Ελλάδα, την Τουρκία, σ’ όλη την Ευρώπη και διεθνώς, σαν χρέος απέναντι στους λαούς μας, για να στείλουμε μια για πάντα, τις εθνικιστικές διαμάχες και τις αιματοχυσίες, τη διαίρεση και το μίσος, μαζί με τον καπιταλισμό, στον κάλαθο της ιστορίας.

Παράρτημα

Ζητήματα τακτικής και το δημοψήφισμα

Την περίοδο του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν δεν υπήρχε στην Κύπρο οργάνωση της CWI. Η σημερινή οργάνωση χτίστηκε στη συνέχεια, παρεμβαίνοντας κατά μία έννοια στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την παρουσίαση του σχεδίου Ανάν.

Την περίοδο του δημοψηφίσματος υπήρχαν στην Κύπρο μόνο άτομα υποστηρικτές της CWI. Η βασική στάση των συντρόφων αυτών ήταν η σκληρή κριτική του σχεδίου Ανάν  αλλά μπροστά στο πολωτικό δίλημμα  “ναι” ή “όχι”  στο δημοψήφισμα, οι σύντροφοι επιλέξανε το “κριτικό ναι”.

Αυτό, συγκεκριμένα, σήμαινε, από τη μια, σκληρή κριτική του σχεδίου Ανάν και προειδοποίηση  για τους μεγάλους κίνδυνους που εγκυμονούσε για το μέλλον, με  ταυτόχρονη καταγγελία των εκβιαστικών  διαδικασιών  με τις οποίες  επιδιωκόταν η επιβολή του σχεδίου στον κυπριακό λαό. Από την άλλη εξήγηση ότι το  “όχι”  δεν έδινε  καμία προοπτική για καλύτερες μέρες στο Κυπριακό, απλά ενίσχυε τους εθνικιστές οι οποίοι μέσα από ένα πραγματικό κίνημα κατά τρομοκράτησης της  κοινωνίας ταυτίζανε το “ναι” με προδοσία. Το “ναι”, όσο κι αν ήταν προβληματικό, γιατί φαινόταν να δημιουργεί αυταπάτες στο σχέδιο των ιμπεριαλιστών, ήταν ο μόνος τρόπος να σταλεί μήνυμα αντίστασης στην  εθνικιστική τρομοκρατία και μήνυμα φιλίας στους εξεγερμένους εκείνη την περίοδο  Τουρκοκύπριους.

Η στάση  αυτή στο δημοψήφισμα δεν αποτελεί με κανένα τρόπο υιοθέτηση των προτάσεων  που περιέχονται στο σχέδιο Ανάν και επίσης με τίποτα δεν αποτελεί ταύτιση με το συνονθύλευμα των διαφόρων κομμάτων και οργανώσεων  (από τον ΔΗΣΥ μέχρι ακροαριστερές οργανώσεις και άτομα) που υποστηρίζοντας “ναι”,  δημιουργούσαν αυταπάτες ότι η αστική  τάξη, οι ιμπεριαλιστές, ο ΟΗΕ, η Ε.Ε.,  κ.λπ., μπορούσαν να δώσουν δίκαιη, μόνιμη και βιώσιμη λύση στο πρόβλημα.

Επίσης αυτή η στάση δεν προϊδεάζει για αντίστοιχη στάση στο μέλλον. Ενώ δηλαδή η  απόρριψη  της ουσίας και του περιεχομένου μου σχεδίου Ανάν και παρόμοιων σχεδίων έχει μόνιμη και διαχρονική αξία η στάση στο δημοψήφισμα ήταν αποτέλεσμα της συγκεκριμένης συγκυρίας που έθετε συγκεκριμένα διλήμματα  μπροστά στο ε/κ και το τ/κ εργατικό κίνημα. Αν προκύψει ξανά στο μέλλον θέμα δημοψηφίσματος η στάση μας σε αυτό θα καθοριστεί συζητώντας τις συνθήκες που επικρατούν στη συγκεκριμένη φάση και ξεκινώντας από ” μηδενική ” βάση.


[1] H (σταλινική) θεωρία των σταδίων («πρώτα να λυθεί το εθνικό και ύστερα να βάλουμε το δικό μας πρόγραμμα για τον σοσιαλισμό»), που βόλεψε την ηγεσία όσο μπορούσε να πλασάρει τον Mακάριο, τον Kυπριανού, τον Bασιλείου ως «προοδευτική αστική τάξη», φαντάζει τώρα σαν φάρσα, με τους συμμάχους του AKEΛ να εκπροσωπούν ό,τι πιο σκοταδιστικό και αντιδραστικό έχει να δείξει η αστική τάξη, όχι μόνο ως προς την εθνικιστική πολιτική στο Kυπριακό αλλά και στον κοινωνικο-οικονομικό τομέα, με την εφαρμογή του πιο αντιλαϊκού, νεοφιλελεύθερου προγράμματος στην ιστορία της Kύπρου. Tο πιο μοιραίο για το AKEΛ, και το πιο καθοριστικό για την παραπέρα πορεία του, είναι το ότι όλα αυτά γίνονται με τη δική του συμμετοχή με υπουργούς στην κυβέρνηση, για πρώτη φορά στην ιστορία του. Έτσι, δεν μπορεί πλέον να βγάζει την ουρά του απέξω όταν δυσκολεύουν τα πράγματα. Tώρα δεν πρόκειται για απλή συμμαχία – πρόκειται για πλήρη ταύτιση.


 [S1]Να μην αναφέρουμε το ιρλανδικό; Κι αν όχι γιατί;

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,247ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,004ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα