Βενεζουέλα: Τι δεν πάει καλά στο πείραμα του “Σοσιαλισμού στον 21ο αιώνα”;

 

Του Νίκου Αναστασιάδη

Η Βενεζουέλα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Η ήττα των προτάσεων του Τσάβεζ για την αλλαγή του συντάγματος στο δημοψήφισμα που έγινε στις 2/12 έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση στην χώρα και διεθνώς για την πορεία της επανάστασης. Από το 1999, που ο Τσάβεζ εκλέχτηκε πρόεδρος, είναι η πρώτη εκλογική μάχη που χάνει. Το γεγονός αυτό έδωσε ώθηση στην αμερικανοθρεμμένη και μισοδιαλυμένη μέχρι τώρα αντιπολίτευση, αλλά προκάλεσε και έντονο προβληματισμό στο στρατόπεδο των «Τσαβίστας».

Γιατί έχασε ο Τσάβεζ;

Η ήττα των προτάσεων του Τσάβεζ μοιάζει με πρώτη ματιά ακατανόητη. Πως γίνεται η πλειοψηφία (μικρή βέβαια- 51%) να απορρίπτει προτάσεις όπως η συνταγματική καθιέρωση της 6ωρης εργασίας, η εγγύηση της κοινωνικής ασφάλισης, η απαγόρευση των ιδιωτικοποιήσεων, η θεσμοθέτηση της κρατικής πλειοψηφίας στον πετρελαϊκό τομέα, κτλ; Είναι χαζοί οι εργαζόμενοι στην Βενεζουέλα και δεν θέλουν αυτά που σε άλλες χώρες δίνονται τεράστιες μάχες για να κατακτηθούν;

Ο Τσάβεζ αμέσως μετά το δημοψήφισμα δήλωσε ότι ο κόσμος δεν είναι ακόμα ώριμος για τον σοσιαλισμό, και αυτό εξηγεί την ήττα. Αυτή η εξήγηση είναι αναμενόμενη από την πλευρά του. Το να ρίχνεις το φταίξιμο κάθε φορά στις μάζες δεν είναι κάτι καινούριο. Όλα τα κομμουνιστικά κόμματα όταν βρίσκονταν μπροστά σε αποτυχίες το ίδιο έκαναν…

Αλήθειες και αντιφάσεις

Η αλήθεια όμως πρέπει να αναζητηθεί στις αντιφάσεις που διαπερνούν την κοινωνία της Βενεζουέλας και την πολιτική του Τσάβεζ. Είναι αλήθεια ότι ο Τσάβεζ απολαμβάνει όλα τα τελευταία χρόνια μεγάλη αποδοχή από τα πιο καταπιεσμένα κομμάτια της κοινωνίας λόγω της κοινωνικής πολιτικής του. Τα προγράμματα για το χτύπημα της φτώχειας και του αναλφαβητισμού, η ενίσχυση της υγειονομικής περίθαλψης και τα προγράμματα ανέγερσης κατοικιών, οι φτηνές λαϊκές αγορές και οι εθνικοποιήσεις, έχουν δημιουργήσει ένα ρεύμα υπέρ της πολιτικής του. Και όλα αυτά σε μια εποχή που παγκόσμια η τάση είναι για μείωση όλο και περισσότερων δικαιωμάτων των εργαζομένων. Και όμως, παρά τα σημαντικά αυτά βήματα υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά άλυτα προβλήματα: σημαντικές ελλείψεις σε βασικά αγαθά (όπως το γάλα), μεγάλη εγκληματικότητα (το 2006 ο μέσος όρος ήταν 5 θάνατοι τη μέρα στο Καράκας), αύξηση της ανισότητας μεταξύ πλούσιων και φτωχών και μια κρατική γραφειοκρατία που διαρκώς διογκώνεται.

Το ζήτημα της δημοκρατίας

Το τελευταίο, δηλαδή η διόγκωση της κάστας των κρατικών λειτουργών που είναι πιστοί στον Τσάβεζ και συμπεριφέρονται πολλές φορές με νεποτισμό – παραχωρούν δηλ. αξιώματα σε συγγενείς και φίλους- έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις στη Βενεζουέλα. Χαρακτηριστικά, ένας από τους λόγους που χάθηκε το δημοψήφισμα ήταν ότι μπροστά στην μάχη για το ΝΑΙ ήταν τοπικοί «άρχοντες» οι οποίοι ήταν αρκετά μισητοί από τον κόσμο ώστε να τους δημιουργήσουν αμφιβολίες. Επιπλέον, η πρόταση του Τσάβεζ να μπορεί ένας πρόεδρος να εκλέγεται εφ’ όρου ζωής, και με 7χρονες αντί για 6χρονες θητείες, δημιούργησε φόβους για την εγκατάσταση μιας προσωπολατρικής δικτατορίας ανατολικού τύπου. Και υπάρχουν βάσεις σε αυτούς τους φόβους. Όσα έγιναν τα τελευταία χρόνια στην Βενεζουέλα είχαν ελάχιστη ουσιαστική συμμετοχή από την βάση της κοινωνίας. Ήταν μεταρρυθμίσεις που πήγαιναν «από πάνω προς τα κάτω», και παρόλο που ήταν ευπρόσδεκτες, δεν έμπλεκαν τη μάζα του πληθυσμού στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και εφαρμογής τους. Έτσι αναπτύχθηκε μια γραφειοκρατία (για την ακρίβεια προσαρμόστηκε η κρατική γραφειοκρατία στα νέα δεδομένα) που αναλάμβανε την επιβολή της κοινωνικής πολιτικής. Έτσι, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να νιώσουν ότι αυτή είναι «η δικιά τους κυβέρνηση», ότι πρέπει να την υπερασπίσουν με νύχια και με δόντια. Με άλλα λόγια, η γενική υποστήριξη υπάρχει, αλλά δεν μεταφράζεται σε πραγματική συμμετοχή και δημοκρατία.

Είναι νίκη της αντιπολίτευσης;

Φυσικά, πάνω στο θέμα της δημοκρατίας βασίστηκε πολύ η αντιπολίτευση για να πετύχει τη νίκη του ΟΧΙ. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταδείξουμε πάνω σε αυτό είναι η τεράστια υποκρισία των αστών παγκοσμίως. Επιτίθενται στην Βενεζουέλα διαρκώς κατηγορώντας τον Τσάβεζ για δικτάτορα την ίδια στιγμή που στηρίζουν ολόψυχα καθεστώτα όπως αυτό της Σαουδικής Αραβίας, του Πακιστάν, ή της Κολομβίας.

Αλλά και μέσα στην χώρα, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης δεν είναι αθώες περιστέρες. Να θυμίσουμε ότι οργάνωσαν 2 αποτυχημένα πραξικοπήματα ενάντια στον δημοκρατικά εκλεγμένο Τσάβεζ. Ταυτόχρονα, μια και οι ηγέτες της αντιπολίτευσης είναι και οι μεγάλοι καπιταλιστές, χρησιμοποιούν την οικονομική τους δύναμη για να σαμποτάρουν το καθεστώς.

Μια προσεκτική ανάλυση των αποτελεσμάτων αποκαλύπτει επίσης ότι η αντιπολίτευση δεν πήρε σημαντικό αριθμό περισσότερων ψήφων (σε σχέση με τις εκλογές του 2006), αλλά ότι ο Τσάβεζ έχασε μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων. Η άνοδος της αντιπολίτευσης ήταν 300.000 ψήφοι, ενώ η κυβέρνηση έχασε 3 εκατομμύρια ψήφους! Το συμπέρασμα μπορεί να βγει αβίαστα: δεν ήταν τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης που οδήγησαν στην νίκη της, αλλά η αδυναμία της κυβέρνησης να πείσει τον κόσμο να κατέβει να ψηφίσει.

Ο ρόλος της οικονομίας

Για να μπούμε όμως πιο βαθιά στις αντιφάσεις της πολιτικής του Τσάβεζ και να εξηγήσουμε την αδυναμία του να πετύχει όλα αυτά που θα ήθελαν οι εργαζόμενοι πρέπει να δούμε τον ρόλο τον καπιταλιστών στην παρούσα σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων της επανάστασης και της αντεπανάστασης.

Τις πραγματικά μεγάλες παροχές που έχει κάνει ο Τσάβεζ τα τελευταία χρόνια τις χρηματοδότησε με τα έσοδα της Βενεζουέλας από τις αυξημένες τιμές του πετρελαίου. Σε καμία φάση δεν αμφισβήτησε με ουσιαστικό τρόπο την οικονομική εξουσία της αστικής τάξης. Η οικονομία αναπτύσσεται και τρέχει με ρυθμούς πάνω από 8%, αλλά από αυτή την ανάπτυξη τα περισσότερα συνεχίζουν να τα κερδίζουν οι καπιταλιστές και όχι ο λαός. Τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξάνονται, ενώ τα μονοπώλια δεν έχουν χτυπηθεί.

Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα για αυτό είναι η παραγωγή και διακίνηση των τροφίμων. Αυτή ελέγχεται πλήρως από 5 οικογένειες, που μπορούν να αυξάνουν και να μειώνουν τις τιμές, να δημιουργούν τεχνητές ελλείψεις, και με αυτό τον τρόπο να βάζουν τρικλοποδιές στην κυβέρνηση και την εικόνα της μέσα στη χώρα. Στο βαθμό που δεν συγκρουστεί η κυβέρνηση με αυτά τα συμφέροντα, διαρκώς θα την υποσκάπτουν.

Για παράδειγμα, μετά την ήττα του ο Τσάβεζ δήλωσε ότι η μεγάλη μάχη του 2008 θα είναι ενάντια στον πληθωρισμό, που φτάνει το 22% και κατατρώει το εργατικό εισόδημα. Πως θα μπορέσει όμως να το κάνει αυτό αν δεν ελέγχει την παραγωγή, και αν έχει να αντιμετωπίσει το διαρκές σαμποτάζ από τους καπιταλιστές;

Πως θα προχωρήσει

Μερικές εβδομάδες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο Τσάβεζ ανήγγειλε σαρωτικές αλλαγές στην κυβέρνηση, και μίλησε για ανάγκη «αυτοκριτικής». Η κίνηση αυτή δεν μπορεί να μην μας θυμίσει πρακτικές Στάλιν και Μάο, όπου όταν κάτι δεν πήγαινε καλά την πλήρωναν κάποια στελέχη, αλλά ποτέ δεν γινόταν ουσιαστική αποτίμηση της πολιτικής που οδήγησε σε αυτές τις καταστάσεις.

Αυτό που φαίνεται είναι ότι ο Τσάβεζ έβγαλε όλα τα λάθος συμπεράσματα από αυτή του την ήττα. Αντί να πάρει τα μηνύματα και να καταλάβει ότι δεν προχωράει αρκετά αποφασιστικά, δείχνει να προσπαθεί να ενισχύσει την διαλλακτικότητα του καθεστώτος. Η αμνηστία που υπέγραψε για όσους κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στο πραξικόπημα του 2002 και στο λοκ-άουτ του 2003 κινείται σε αυτή την κατεύθυνση. Ο παραλληλισμός με την Χιλή, όπου ο Αλλιέντε είχε κρατήσει σαν αρχηγό του στρατού τον Πινοσέτ (που ήταν αυτός που τον ανέτρεψε) είναι αναπόφευκτος.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αναποφασιστικότητα του καθεστώτος να πάρει την οικονομική εξουσία από τα χέρια της αστικής τάξης, αλλά και η επιμονή να παίζει στο γήπεδο της αστικής δημοκρατίας είναι εκρηκτική ύλη για το «πείραμα». Και όσο για τις «δημοκρατικές ευαισθησίες» που πιθανά να υπάρχουν, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι καπιταλιστές δεν θα σταματήσουν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να πετύχουν την ανατροπή ενός καθεστώτος που δεν τους είναι αρεστό.

Ποιοι;

Το ερώτημα είναι: μπορεί ένας πρόεδρος, όσο καλές προθέσεις και να έχει, όσο ικανός και να είναι, να πάρει πάνω του μια ολόκληρη κοινωνική αλλαγή; Η απάντηση είναι όχι. Όσο σημαντικός και αν είναι ο ρόλος μιας προσωπικότητας στην ιστορική εξέλιξη, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την μαζική συμμετοχή των εργαζομένων και της νεολαίας στις κοινωνικές διεργασίες. Πόσο μάλλον όσον αφορά τον Τσάβεζ, ο οποίος δεν έχει καν μια ξεκάθαρη αντίληψη για τις κοινωνικές συγκρούσεις, τον πηγή τους, και την προοπτική λύσης τους. Ακόμα και αν έχει παίξει θετικό ρόλο σε ένα βαθμό για την προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας, η μίξη Μάρξ και Ιησού Χριστού, Τρότσκι και Αχμαντινετζάντ, Λένιν και Πούτιν, δεν βοηθάει τις μάζες να βγάλουν συμπεράσματα και να προχωρήσουν μπροστά.

Η εργατική τάξη χρειάζεται τις δικές της ανεξάρτητες οργανώσεις, για να πιέζει την κυβέρνηση να προχωράει εκεί που διστάζει, να παλεύει τις γραφειοκρατικές τάσεις εκεί που αναπτύσσονται, να τονώνει την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων, να διεκδικεί πλήρη δημοκρατία και συμμετοχή, να συγκρούεται με την αστική τάξη. Μόνο έτσι θα προχωρήσει η κατάσταση και θα μπορέσει να ξεφύγει από το αδιέξοδο που βρίσκεται σήμερα- ένα αδιέξοδο που κάποια στιγμή θα σημαίνει πισωγύρισμα για την επανάσταση στην Βενεζουέλα.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,247ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,004ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα