Α.Ταρπάγκος: Κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ή αριστερή λαϊκή διακυβέρνηση ;

Δημοσιεύουμε άρθρο που μας έστειλε ο σ. Ανέστης Ταρπάγκος

Από την αριστερή διακυβέρνηση στη διαχείριση εθνικής σωτηρίας;

Για πολλοστή φορά και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τίθεται το δίλημμα ανάμεσα στην προοπτική συγκρότησης κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας ή αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης, πράγματα που είναι εντελώς διαφορετικά, ανεξάρτητα αν και στις δύο περιπτώσεις κεντρική, αλλά όχι κυρίαρχη θέση, εμφανίζεται να κατέχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Όλες οι διαθέσιμες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης που διαθέτουν μιαν ορισμένη αξιοπιστία καταδεικνύουν προφανώς την δυνατότητα κατάκτησης της εκλογικής πρωτοκαθεδρίας από τις δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, τόσο στις ευρωεκλογές όσο και σε πιθανές βουλευτικές εκλογές, εντούτοις όμως σε επίπεδα οριακά του 30%, μακράν της οποιασδήποτε περίπτωσης κατάκτησης της αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Με δεδομένο ότι το ΚΚΕ, που εμφανίζεται να επιτυγχάνει μια σχετική ανάκαμψη σε σχέση με την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 2012 (από το 4,5% προς το 7%), αρνείται κατηγορηματικά την συμμετοχή σε ένα κυβερνητικό εγχείρημα με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (με όλες τις ενστάσεις που συνοδεύουν αυτή του την άρνηση) εκ των πραγμάτων αναδεικνύεται η προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας.

Μια τέτοια μορφή διακυβέρνησης δεν μπορεί να σχηματιστεί, με μαθηματική ακρίβεια, παρά με την κοινοβουλευτική σύμπραξη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με τις κοινοβουλευτικές ομάδες που φαίνεται ότι οριακά συγκροτούν οι ΔΗΜΑΡ, οι ΑΝΕΛ και το «Ποτάμι» (που φαίνεται να συγκεντρώνουν ένα αθροιστικό 15% της εκλογικής επιρροής), με την ανοχή των παπανδρεϊκών υπολειμμάτων του ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως μιας ορισμένης ομάδας της καραμανλικής δεξιάς. Με τα υπάρχοντα πολιτικά δεδομένα και κοινωνικούς συσχετισμούς αυτή η κυβερνητική συμμαχία εμφανίζεται ως μονόδρομος για την αντίληψη που επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατά μία εκδοχή αυτή η λογική αντιπροσωπεύει την «ιστορική δικαίωση» της πολιτικής της ανανεωτικής πτέρυγας της Αριστεράς, και πρωτίστως της «εθνικής αντιδικτατορικής δημοκρατικής ενότητας» του Λ. Κύρκου, με σημερινό στόχο «την ανόρθωση της χώρας» και «την σωτηρία της πατρίδας».

Μ’ αυτά τα δεδομένα θα τείνουν να διαμορφωθούν δύο ισοδύναμα πολιτικά μπλοκ: Από τη μια αυτό της συντηρητικής πολιτικής (ΝΔ + ΠΑΣΟΚ + ΧΑ), στο επίπεδο εκλογικής εκπροσώπησης του 45% περίπου του εκλογικού σώματος, με κύριο χαρακτηριστικό την άτεγκτη υπηρέτηση της μέχρι σήμερα εφαρμοσμένης μνημονιακής πολιτικής. Και από την άλλη πλευρά ένας συνασπισμός της κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ + ΔΗΜΑΡ + ΑΝΕΛ + Ποτάμι) με αντίστοιχο επίπεδο εκλογικής εμβέλειας, εντούτοις όμως με δηλωμένη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Με δεδομένη την πολιτική φυσιογνωμία και πρακτική των συμμαχικών σχημάτων του ΣΥΡΙΖΑ σε μια ενδεχόμενη κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, είναι φανερό ότι δεν θα είναι παρά η Ριζοσπαστική Αριστερά που θα είναι όμηρος της πολιτικής στάσης των συμμαχικών σχημάτων και όχι το αντίστροφο. Μια στάση που χαρακτηρίζεται από την ανοχή ή και υποστήριξη των μνημονίων, των αρχών της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, των ατελεύτητων προσαρμογών και συναινέσεων με τις κατεστημένες αστικές οικονομικές δυνάμεις.

Το ερώτημα που ευθέως τίθεται είναι αμείλικτο : Μπορεί μια τέτοια κυβέρνηση της κεντροαριστεράς να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα τεράστια προβλήματα της κατακρεούργησης των μισθών και των συντάξεων, της κατεδάφισης των εργατικών δικαιωμάτων, της καταστροφής ενός σημαντικού μέρους της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων, της πρόκλησης του 28% της ανεργίας του εργατικού, και ιδιαίτερα νεολαιίστικου δυναμικού, της κατάρρευσης των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, της υπερχρέωσης του ελληνικού δημοσίου, της ιδιωτικοποίησης του μεγαλύτερου φάσματος των κοινωφελών επιχειρήσεων, δηλαδή την οικονομική ανάταξη με χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης ;

Ο μικροαστικός εκλογικισμός σίγουρη οδός  για την κεντροαριστερά

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι τα άμεσα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση αυτού του κοινωνικού και οικονομικού ολοκαυτώματος, είναι, με βάση τις μέχρι σήμερα δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των άλλων : Η ακύρωση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, η επαναφορά των αποκρατικοποιημένων επιχειρήσεων στην δημόσια κυριότητα, η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, η κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων που εκκαθαρίζονται με δημόσιο και εργατικό έλεγχο, η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι είναι δυνατόν οι δυνάμεις της ΔΗΜΑΡ, των ΑΝΕΛ ή από το «Ποτάμι», ότι θα ψηφίσουν ποτέ τέτοιου είδους ρηξικέλευθα μέτρα οικονομικής πολιτικής στην ελληνική βουλή και θα τα υπερασπισθούν στην εφαρμογή τους ; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί σε καμία περίπτωση και θα αποτελούσε «όνειρο θερινής νυκτός» για όποιον αριστερό ή ριζοσπάστη πολίτη το διανοούνταν.

Άρα πώς θα πολιτευθεί αυτή η δυνητική κεντροαριστερή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, στο μέτρο που οι κυρίαρχες επιδιώξεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν θα μπορούν να υλοποιηθούν ; Μα απλούστατα θα επιχειρήσει, όπως προκύπτει και από πολυπληθείς μέχρι σήμερα πολιτικές «διολισθήσεις», να αποδεχθεί κατ’ αρχήν τα ήδη τετελεσμένα και αποτελέσματα της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών. Αυτό θα σημαίνει ότι δεν θα υιοθετηθούν άλλα μνημόνια και εφαρμοστικοί νόμοι, ωστόσο τα μέχρι σήμερα ολέθρια αποτελέσματα του ακραίου κυβερνητικού νεοφιλελευθερισμού, θα διατηρηθούν σε ισχύ. Θα πρόκειται μ’ άλλες λέξεις για απόπειρα «σταθεροποίησης» της ήδη διαμορφωμένης καταστρεπτικής πραγματικότητας (εν όψει μιας «ρεαλιστικής» προσαρμογής του τύπου «ό,τι έγινε, έγινε»), που προφανέστατα δεν ανταποκρίνεται στις λαϊκές προσδοκίες και επιδιώξεις που κατέστησαν τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο πολιτικό κόμμα και θα οδηγήσουν στα σίγουρα στην απώλεια της λαϊκής του νομιμοποίησης.

Αν δηλαδή δρομολογηθεί μια διαδικασία «εθνικής οικονομικής ανόρθωσης» ή «παραγωγικής ανασυγκρότησης» κλπ., ενώ όμως οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να πληρώνουν τα χαράτσια στο εισόδημα και στις κατοικίες τους, οι συντάξεις θα βρίσκονται στο μισό από ό,τι ήταν το 2010, οι εργατικοί μισθοί θα τοποθετούνται στο γενικό κατώτατο επίπεδο των 750 ευρώ έναντι του μέσου όρου των 1300 ευρώ που ίσχυε προηγούμενα, οι επιχειρήσεις που έχουν κλείσει και απολύσει εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους συνεχίσουν να παραμένουν στην ιδιοκτησία των καπιταλιστών, οι άνεργοι θα συνεχίσουν να στερούνται ενός γενικευμένου επιδόματος ανεργίας για το σύνολο όσων δεν έχουν απασχόληση κλπ., αν δηλαδή όλο αυτό το κοινωνικό ολοκαύτωμα διατηρηθεί, και επιχειρηθεί απλά η από εδώ και πέρα «ανόρθωση της χώρας», χωρίς άμεση και ριζική επούλωση των λαϊκών πληγών, τότε αυτό για το οποίο θα πρόκειται δεν θα είναι άλλο από αυτό που υπόσχεται η σημερινή συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια κεντροαριστερή διακυβέρνηση «ρεαλιστικής προσαρμογής» και «αποδοχής των τετελεσμένων», θα οδηγήσει σε παταγώδη αποτυχία της Αριστεράς, για τον απλούστατο λόγο ότι θα κινείται πλέον στις ίδιες πολιτικές συντεταγμένες που κινείται και η σημερινή συγκυβέρνηση : Τα μνημόνια ήταν μέχρι εδώ, δεν θα εφαρμοσθούν νέες αντιλαϊκές ρυθμίσεις, προφανώς ό,τι εφαρμόσθηκε μέχρι σήμερα θα διατηρηθεί εν ισχύ, η έξοδος στις αγορές (για καινούριο ιδιωτικό αυτή τη φορά δανεισμό) θα αποκαταστήσει την διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, θα διανεμηθεί ένα «κοινωνικό μέρισμα» προστασίας των «αδυνάτων» από την ανθρωπιστική κρίση, οι ρυθμοί οικονομικής ύφεσης θα υποχωρήσουν και θα καταγραφεί μια σχετική οικονομική ανάκαμψη κλπ. Ποια επί της ουσίας διαφορά υφίσταται ανάμεσα στην κεντροαριστερή εθνική πολιτική και στην ανοιχτά συντηρητική οικονομική πολιτική;

Η Αριστερά δεν πρόκειται να κατακτήσει αυτοτελώς την πολιτική διακυβέρνηση και να εφαρμόσει ένα ρηξικέλευθο πρόγραμμα λαϊκών αλλαγών εφόσον συνεχίσει να κινείται μονοδιάστατα στο πεδίο του αστικού κοινοβουλευτισμού. Οι μονομερείς κοινοβουλευτικές διαδικασίες σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στην προσαύξηση της επιρροής των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων. Η ανάδειξη της αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά σε διαλεκτική σχέση με την κινητοποίηση των εργατικών κοινωνικών δυνάμεων, η κίνηση των οποίων, σε αντιπαλότητα με την αστική πολιτική, είναι που τροφοδοτεί πολιτικά την αριστερή δυναμική. Και παράλληλα κυβέρνηση της Αριστεράς στην ελληνική πραγματικότητα, ως φορέας υλοποίησης θεμελιωδών ρηξικέλευθων αλλαγών στα πλαίσια ενός μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος, δεν μπορεί να προκύψει παρά με την ενωτική συμπαράταξη των αριστερών πολιτικών και ταξικών εργατικών δυνάμεων και όχι με κυβερνητικές συμμαχίες με αστικές πολιτικές δυνάμεις στη λογική των κυβερνήσεων εθνικής σωτηρίας. Ακόμη κι’ αν αυτή η μετωπική ενότητα των αριστερών δυνάμεων δεν είναι εφικτή, η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να προκύψει παρά με την κατάκτηση της αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με την παρέμβαση ενός αγωνιστικού λαϊκού κινήματος και την προώθηση μιας ευρύτερης ριζοσπαστικής ιδεολογικής ηγεμονίας.

Έτσι απλά, τη μια μέρα ψηφίζουμε και την άλλη μέρα φεύγουν;

Μ’ αυτή την έννοια η κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης της Αριστεράς έχει δρόμο μπροστά της να διανύσει και δεν προκύπτει από την επίκληση «Στις 25 ψηφίζουμε, στις 26 φεύγουν», πράγμα που αντιπροσωπεύει μια μικροαστική εκλογικίστικη αυταπάτη. Άλλωστε η επικέντρωση της κυρίαρχης αντίληψης του ΣΥΡΙΖΑ στον εκλογικισμό, μόνον θετικά εκλογικά αποτελέσματα για την Αριστερά δεν μπορεί να επιφέρει : Η καθίζηση του λαϊκού εργατικού κινήματος και η λαϊκή αφωνία και αδράνεια που έχει προκύψει. – Η καταθλιπτική κυριαρχία των καθεστωτικών ΜΜΕ, πράγμα που εκφράστηκε πρόσφατα με την άνευ προηγουμένου παρέμβαση στον εσωτερικό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ και με την επίθεση στις «εγκληματικές» θέσεις της Αριστερής Πλατφόρμας για την ευρωζώνη και το δημόσιο χρέος. – Η δυνατότητα του αστικού πολιτικού συστήματος, μπροστά στην καταφανή απονομιμοποίηση του αστικού δικομματισμού και την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, να δρομολογεί ενδιάμεσα πολιτικά σχήματα όπως το «Ποτάμι» και νεοναζιστικά πολιτικά μορφώματα όπως η ΧΑ. – Η προπαγάνδα με τον διαμοιρασμό του «κοινωνικού μερίσματος» που προέρχεται από την τεχνητή δημιουργία του πλεονάσματος του προϋπολογισμού κλπ. Όλοι αυτοί, μεταξύ άλλων, οι παράγοντες λειτουργούν στην κατεύθυνση περιορισμού της εκλογικής δυναμικής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, και όπως προκύπτει από τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, αποτυπώνουν μια σχετική ισοψηφία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.

1) Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αυτό σημαίνει ότι οι αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις, ξεπερνώντας τη μονοδιάστατη λογική του κοινοβουλευτικού εκλογικισμού, οφείλουν να προσανατολίσουν την παρέμβασή τους στην δραστική ενεργοποίηση όλων των μορφών του λαϊκού κινήματος, όλων των κοινωνικών δυνάμεων του συνασπισμού των «από κάτω» (εργαζομένων στην καπιταλιστική παραγωγή, ανέργων, νέων, δημοσίων υπαλλήλων, συνταξιούχων), με στόχο την αποτύπωση ενός καθολικού κινήματος διαρκείας που να αποσκοπεί μέσα από τις δράσεις του (γενικές απεργίες, καταλήψεις, πορείες, εκδηλώσεις, εξορμήσεις, διαδηλώσεις) στην ανατροπή της μνημονιακής συγκυβέρνησης και των όποιων σχημάτων την διαδεχθούν. Αυτό είναι το δίδαγμα των πανεργατικών απεργιακών κινητοποιήσεων της πρώτης μνημονιακής διετίας (2010 – 12), που οδήγησε στον εξαπλασιασμό της εκλογικής επιρροής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αυτός είναι και ο μοναδικός δρόμος που μπορεί να οδηγήσει στην κατάκτηση της αριστερής λαϊκής πλειοψηφίας.

2) Και παράλληλα μ’ αυτή την κινηματική ενωτική διαδικασία, που να συσπειρώνει το σύνολο των αγωνιστικών και ταξικών αντιμνημονιακών δυνάμεων, πρωταρχικό ρόλο στην ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα διαδραματίζουν οι κεντρικές θέσεις ενός κρυστάλλινου μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος διακυβέρνησης, πέρα από τις συνεχείς αμφισημίες και τις συστηματικές παλινδρομήσεις : Κατάργηση όλων των εφαρμοστικών νόμων μαζί με την ακύρωση των μνημονίων (αντί της κατάργησης της «φόρμας» των μνημονίων και της διατήρησης σε ισχύ των εφαρμοστικών τους νόμων). – Ανάληψη της ευθύνης της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας και της κοινωνικής της ανάταξης από την αριστερή λαϊκή διακυβέρνηση, τις εργατικές παραγωγικές συλλογικότητες και τα δημοκρατικά συνεταιριστικά εγχειρήματα (αντί των εκκλήσεων «συστράτευσης» προς το ιδιωτικό επιχειρηματικό κεφάλαιο). – Άρνηση εφαρμογής των δρακόντειων δημοσιονομικών και νομισματικών ρυθμίσεων που απορρέουν από τα Σύμφωνα Σταθερότητας, του Ευρώ κλπ., όπως και αθέτηση των όρων εφαρμογής των αντιλαϊκών προβλέψεων των γενικών ευρωπαϊκών συνθηκών για την απασχόληση, την εκπαίδευση, τη διατραπεζική ενοποίηση κλπ. (αντί της αναζήτησης ανέφικτων «συμβιβασμών» και επιζήμιων αντιλαϊκών ρυθμίσεων). – Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους και άμεση παύση πληρωμών των τοκοχρεολυσίων (αντί της παραπομπής του στις ελληνικές καλένδες με την προβαλλόμενη «ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος») κλπ.

3) Τέλος η με κάθε τρόπο μαζική ανάπτυξη της σοσιαλιστικής ιδεολογίας εφόσον οι δρόμοι για την αντιμετώπιση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και των διεθνικών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων για είναι γόνιμοι και βατοί απαιτούν σοσιαλιστικές κατευθύνσεις προσανατολισμού και απαντήσεις, που υπερβαίνουν πλέον την αντι-μνημονιακή, αντι-νεοφιλελεύθερη πολιτική και αποκτούν θετικό σοσιαλιστικό πρόσημο. Οι αντιλήψεις της κοινωνικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, του συλλογικού δημοκρατικού σχεδιασμού παραγωγής και αναγκών, της ισότιμης εργατικής διαχείρισης και συμμετοχής, της ισότητας και αλληλεγγύης, της καθολικοποίησης της γνώσης για το σύνολο της εργατικής τάξης κ.ά. , είναι αρχές – ορόσημα για την ίδια την άσκηση της πολιτικής της Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία της βαθύτατης κρίσης, και μόνον η λαϊκή τους ηγεμονία είναι σε θέση να εξασφαλίσει την πορεία οικονομικής ανάκαμψης με την ριζοσπαστική κοινωνική δικαιοσύνη.

Άλλωστε, δεν μπορεί στην σύγχρονη περίοδο να ξανασηκώνει κεφάλι, μετά τόσες δεκαετίες, το ρεύμα του νεοφασισμού σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ο καπιταλισμός να πλαισιώνει τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό του με τη γλώσσα και την πολιτική του νεοναζισμού, και οι αριστερές δυνάμεις να «έχουν καταπιεί τη γλώσσα» τους, να μην αντιπαραθέτουν την ιστορική σοσιαλιστική απάντηση. Γιατί βέβαια η οχύρωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς πίσω από την θεωρία της συσπείρωσης του «δημοκρατικού συνταγματικού τόξου» που έγινε στη διάρκεια του 2013 (αντιφασιστική συμμαχία με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις των οποίων η ίδια η πολιτική γέννησε και αναπαράγει το φαινόμενο του νεοναζισμού) αποδεικνύεται σήμερα ολοκληρωτικά ανεπαρκής στο μέτρο που έχει καταδειχθεί το «συνεχές» ανάμεσα στους πολιτικούς σχηματισμούς ΝΔ, ΛΑΟΣ, ΠΑΣΟΚ, ΧΑ. Και επιπρόσθετα δεν ήταν παρά οι διαφορετικές εκδοχές της ευρωπαϊκής Αριστεράς (ευρωκομμουνιστική, σοσιαλδημοκρατία, παραδοσιακή κομμουνιστική), οι οποίες στάθηκαν ανεπαρκείς στις τρεις τελευταίες δεκαετίες να αντιμετωπίσουν τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος στην περίοδο της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, αξιοποιώντας το «πολιτικό κενό», απολήγει στην ενίσχυση των νεοφασιστικών σχηματισμών, που ακριβώς μιλούν τη σκληρή γλώσσα του καπιταλισμού σε κρίση. Η Αριστερά δεν έχει τη δική της σκληρή και αποτελεσματική γλώσσα να μιλήσει, τη γλώσσα των εκρηκτικών αναγκών της κοινωνίας της γενικευμένης εξαθλίωσης, αυτήν του σοσιαλισμού;                

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,245ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,003ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα