Ανέστη Ταρπάγκου: Ένα σύγχρονο σχέδιο για την ελληνική Αριστερά και το λαϊκό εργατικό κίνημα

Μέσα στην κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την πολιτική των μνημονίων

Ένα σύγχρονο σχέδιο για την ελληνική Αριστερά και το λαϊκό εργατικό κίνημα

Ανέστης Ταρπάγκος
Θεσσαλονίκη – Ιανουάριος 2014

Α.- Πολιτικές γραμμές και ρεύματα στην ελληνική Αριστερά

Μέσα στη σημερινή συγκυρία, όπου η παρατεταμένη κρίση κεφαλαιακής συσσώρευσης και η συνεχής μνημονιακή πολιτική έχουν επιφέρει ένα ολοκληρωτικό κοινωνικό ολοκαύτωμα και μια πλήρη οικονομική καταστροφή, και ταυτόχρονα μια εκτεταμένη απονομιμοποίηση της ασκούμενης αστικής κυβερνητικής πολιτικής, οι προοπτικές διεξόδου από την κρίση από την πλευρά του αριστερού και εργατικού κινήματος εμφανίζονται ανεπαρκείς, αμφίσημες και αδιέξοδες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την πρώτη περίοδο του λαϊκού ριζοσπαστισμού και του δυνητικού αντισυστημισμού, αφού πραγματοποίησε το εκλογικό άλμα από το 4,5% στο 27% στις κοινοβουλευτικές αναμετρήσεις του Μαίου – Ιουνίου 2012, μπήκε οριστικά και τελεσίδικα στην τροχιά του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, περιθωριοποιώντας στο εσωτερικό του το ρεύμα του εργατικού ριζοσπαστισμού. Έτσι, διεκδικεί σήμερα την εκλογική πρωτοκαθεδρία από τη ΝΔ και τον σχηματισμό κυβέρνησης «δημοκρατικού – πατριωτικού» χαρακτήρα με κορμό τη Ριζοσπαστική Αριστερά, φέρνοντας στην επιφάνεια ισχυρότατες αντινομίες, αντιφάσεις και ανεπάρκειες που επιφέρουν την αδυναμία αντιμετώπισης των μεγάλων και εκρηκτικών κοινωνικών ζητημάτων (μαζικής ανεργίας, παραγωγικής καταστροφής, κατάρρευσης ασφαλιστικών ταμείων, κατακρεούργησης εργατικών μισθών και συντάξεων κλπ.).

Από την άλλη πλευρά, και πέραν της κυρίαρχης κατεύθυνσης του μικροαστικού ριζοσπαστισμού του ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύονται οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις, που έχουν λαϊκά, εργατικά και νεολαιίστικα χαρακτηριστικά, εντούτοις όμως χαρακτηρίζονται από μια γενική άποψη από «στρεβλώσεις» που παρεμποδίζουν την πολιτική τους ενοποίηση και την ενιαία κοινωνική τους παρέμβαση, αναδεικνύοντας αντίστοιχα ένα ανάλογο αδιέξοδο.

α) Έτσι, το ΚΚΕ ενώ συνεχίζει να είναι φορέας συσπείρωσης λαϊκών εργατικών δυνάμεων, εντούτοις μετατρέπει τη στρατηγική (λαϊκή εξουσία και οικονομία) σε άμεση τακτική, περιχαρακώνεται ασφυκτικά έναντι των άλλων αριστερών πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων, εξαπολύοντας μια συνεχή επιθετική τακτική απέναντί τους, ανάλογου επιπέδου με την αντιπαλότητα προς τις αστικές διαχειριστικές δυνάμεις.

β) Η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, καταγράφει μεν στο εσωτερικό του μια αντισυστημική εργατική κατεύθυνση και υπόσταση, ωστόσο όμως αντικειμενικά εξουδετερώνεται πολιτικά εφόσον αυτή κυριαρχείται εντός των πλαισίων του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, ο οποίος και επικαθορίζει καταλυτικά τη φυσιογνωμία και την πολιτική της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, με αποτέλεσμα να αναπαράγει μια υπερμεγέθη αντίφαση η οποία και επενεργεί παραλυτικά (υποστήριξη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ριζοσπαστικών σοσιαλιστικών προταγμάτων, ανάδειξη προς την κοινωνία των μικροαστικών ριζοσπαστικών προτεραιοτήτων).

γ) Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ εδράζουν την πολιτική τους σε μια λαϊκή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, και ενώ έχουν ως αναφορά τους τη γενικευμένη κομμουνιστική χειραφέτηση, παρόλα αυτά κινούνται σε ένα πολύ περιορισμένο πεδίο μισθωτών ριζοσπαστικών δυνάμεων της διανοητικής εργασίας, χωρίς διαύλους επικοινωνίας με τον ευρύτερο λαϊκό κόσμο, και από την άλλη πλευρά θέτουν το σύνολο των στρατηγικών τους στόχων κατά έναν τρόπο σωρευτικό στη συγκυρία, πράγμα που εμποδίζει την επικοινωνία με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

δ) Πολιτικές δυνάμεις όπως η Κίνηση των 1000, η Παρέμβαση, το Ξεκίνημα, το Σχέδιο Β κλπ., αναδεικνύουν μια ρηξικέλευθη προοπτική παρέμβασης και ενωτικής απεύθυνσης, εντούτοις όμως παρόλη την καταγραφή πληθώρας δημιουργικών στοιχείων στις επεξεργασίες τους, έχουν αποκοπεί από το ευρύ μαζικό ρεύμα που εκφράστηκε εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που δυσχεραίνει μια ευρεία κοινωνική τους γείωση και πολιτική αναφορά.

ε) Τέλος εργατικές λαϊκές δυνάμεις που κινήθηκαν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες στους μηχανισμούς συνδικαλιστικής εκπροσώπησης της σοσιαλδημοκρατίας και έχουν έρθει σε ρήξη με τις μνημονιακές πολιτικές, τοποθετούμενες στο πεδίο μιας αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και ενός δυνητικού αντισυστημικού προσανατολισμού.

Β. – Μικροαστικός ριζοσπαστισμός και λαϊκός αντικαπιταλισμός

Στην ιστορική πορεία εξέλιξης του ελληνικού αριστερού κινήματος αναδείχθηκαν σε γενικές γραμμές δύο ρεύματα που αντιπροσωπεύονται από τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό και τον εργατικό αντικαπιταλισμό, δηλαδή από την απόσπαση τμημάτων των μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας του δημόσιου τομέα, και αντίστοιχων τμημάτων της εργατικής τάξης, ως επί το πλείστον της εκτελεστικής εργασίας, από την κυρίαρχη επικράτηση της αστικής ηγεμονίας (συντηρητικής και σοσιαλδημοκρατικής), και την αυτόνομη προβολή τους στο προσκήνιο σ’ όλες τις τέσσερεις μεταπολιτευτικές δεκαετίες. Βέβαια ο κύριος όγκος των λαϊκών στρωμάτων (μικροαστικών και εργατικών) ηγεμονεύονταν από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις του δικομματισμού, η πλειονότητα των μεσοστρωμάτων από τη ΝΔ, και το μεγάλο μέρος της μισθωτής εργασίας από το ΠΑΣΟΚ.

Μέσα στα ίδια τα πλαίσια αυτών των δύο κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων του αριστερού κινήματος αναπτύχθηκαν σημαντικές αντιθέσεις, ενώ οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν ως επί το πλείστον τα χαρακτηριστικά μιας απροσμέτρητης αντιπαλότητας, χωρίς μεταξύ τους γέφυρες επικοινωνίας και βασικές κοινές δράσεις σε μείζονα ζητήματα. Η μία αντίθεση αφορούσε την αντιπαλότητα ανάμεσα στον «εκσυγχρονισμό» και τον αντινεοφιλελεύθερο ριζοσπαστισμό, ο οποίος και τελικά επικράτησε από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 δίνοντας γέννηση στον ΣΥΡΙΖΑ. Στην άλλη περίπτωση (αντιπαράθεση μεταξύ παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος με αναφορά τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και ΝΑΡ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ που εκπροσωπούσε την αναγκαιότητα της «κομμουνιστικής επανίδρυσης») η διαπάλη αυτή συνεχίζεται, με μαζική υπεροχή του ΚΚΕ αλλά με επικράτηση στα ιδεολογικά και πολιτικά σημεία του κομμουνιστικού επαναπροσδιορισμού.

Το γεγονός ότι τα σύννεφα της νεοφιλελεύθερης επέλασης πύκνωναν επικίνδυνα, οδήγησε τον σχηματισμό του μικροαστικού ριζοσπαστισμού στην ενδυνάμωση της θέσης και των προσανατολισμών του (π.χ. απόρριψη της κεντροαριστεράς που ωστόσο ακολούθησε η ΔΗΜΑΡ, σάρκα από τη σάρκα της Ανανεωτικής Αριστεράς), και την προβολή του με αξιώσεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Οι γόνιμες πολιτικές επιλογές του (ενωτική αριστερή απεύθυνση, ανάδειξη της προοπτικής της αριστερής διακυβέρνησης, αναγνώριση του ρόλου των κοινωνικών κινημάτων κλπ.), μετά το πανελλαδικό απεργιακό κίνημα της πρώτης μνημονιακής διετίας (2010 – 12), ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ηγεμονική πολιτική δύναμη (με όρους προφανώς εκλογικούς και όχι ιδεολογικούς και συνδικαλιστικούς) των εργατικών δυνάμεων που αποδεσμεύονταν από την επιρροή της χρεοκοπημένης πλέον ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Κι’ αυτό μάλιστα τη στιγμή που οι άλλοι δύο κομμουνιστικοί εργατικοί σχηματισμοί, όταν τεράστια εργατικά κύματα προσέρχονταν προς τα «αριστερά», όχι μόνον όρθωσαν «φράγμα προστασίας» απέναντί τους, αλλά είδαν και την πολιτική επιρροή τους να μειώνεται στο μισό. Για να το εκφράσουμε επί το λαϊκότερο : Όταν ο ουρανός ρίχνει καταρρακτώδεις βροχές εργατικών ψήφων που αναζητούν διέξοδο προς τα «αριστερά» και εσύ κοιτάζεις πού θα βρεις «κατάλυμα» για να προστατευθείς, τότε κάτι πολύ στραβό συμβαίνει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας.

Αυτή η καταφανής πολιτική ανεπάρκεια του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έναντι της πολιτικής επάρκειας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κόστισε τα μέγιστα για την πορεία της ελληνικής Αριστεράς τον τελευταίο ενάμιση χρόνο : Απουσία ισοβαρούς εκπροσώπησης και ισχύος των δύο ιστορικών αριστερών ρευμάτων του λαϊκού κινήματος (μικροαστικού και εργατικού), με εξαιρετικά επιζήμιες συνέπειες. Ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός, ενισχυμένος από την φαντασμαγορική εκλογική του ενδυνάμωση μετέτρεψε τον εαυτό του σε δύναμη προβολής συνολικής εναλλακτικής κυβερνητικής διεξόδου, με μόνα τα δικά του πολιτικά εφόδια, και άρα χωρίς δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης των μειζόνων ζητημάτων της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.

Γ.- Η υποκειμενοποίηση διανοητικής και εκτελεστικής εργασίας

Έτσι προκύπτει το ανέκδοτο ιστορικό γεγονός η ηγεμονία, τουλάχιστον σε ορισμένες πλευρές της, να ασκείται από έναν πολιτικό σχηματισμό του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, και όχι από τους κλασικούς αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς, ούτε όμως και από ένα κομμουνιστικό εργατικό κόμμα. Σε κάθε περίπτωση η απόσπαση ευρύτατων στρωμάτων των λαϊκών εργαζομένων δυνάμεων από την επιρροή της μέχρι το 2009 κραταιάς ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, αποτέλεσε την μεγαλύτερη πολιτική τομή των τελευταίων δεκαετιών της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Προφανώς η συμπαράταξη του ρεύματος του ηγεμονικού σήμερα μικροαστικού ριζοσπαστισμού με τις δυνάμεις της εργατικής αντισυστημικής πολιτικής αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση ενός αριστερού κυβερνητικού εγχειρήματος στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Βέβαια είναι ιστορικά, κοινωνικά και ιδεολογικά ευχερέστερη η επικράτηση ενός τέτοιου είδους μικροαστικής ριζοσπαστικής κυριαρχίας στον εργαζόμενο λαό, εξ αιτίας της σχετικής υπεροχής στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας των μικροαστικών μερίδων της διανοητικής εργασίας του ευρύτερου δημόσιου και ελευθεροεπαγγελματικού τομέα της οικονομίας : Πανεπιστημιακή γνωστική συγκρότηση, σχετική μονιμότητα απασχόλησης, ισχύς ενός «προνοιακού» εργασιακού καθεστώτος κλπ. Απεναντίας η υποκειμενική πολιτική συγκρότηση των δυνάμεων της λαϊκής αντικαπιταλιστικής πολιτικής είναι κατά πολύ δυσχερέστερη διαδικασία: Κυριαρχία των στρωμάτων της εκτελεστικής εργασίας, επικράτηση του εργοδοτικού δεσποτισμού στις ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, απουσία κοινωνικής ανέλιξης, «υποδεέστερες» μορφές εργασίας έναντι των διανοητικών θέσεων απασχόλησης, μόνιμη και αδιατάρακτη δίωξη του εργατικού συνδικαλισμού που είναι καθοριστική προϋπόθεση για την πολιτική υποκειμενοποίηση της εργατικής τάξης.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες που δυσχεραίνουν τα μέγιστα την αναγωγή της μισθωτής εργασίας της εκτελεστικής εργασίας σε υποκείμενο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, είναι αυτοί που δίνουν γέννηση και αναπαράγουν πολιτικούς σχηματισμούς, που έχουν μεν στον πυρήνα τους το στρατηγικό όραμα της εργατικής χειραφέτησης και του σοσιαλισμού, εντούτοις όμως το επενδύουν με μορφές και εκφράσεις που γίνονται στο όνομα της εργατικής τάξης, κατά τρόπο αυτόκλητο, χωρίς η ίδια να αποτελεί τον ενεργό και καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης των πραγμάτων της επαναστατικής λαϊκής πολιτικής. Συνεχίζει δηλαδή να λειτουργεί η κλασική διαδικασία της «εισαγωγής» της συνείδησης από «τα έξω», που όσο κι’ αν έχει μια ορισμένη σημασία (ρόλος ανεξάρτητων ριζοσπαστών διανοουμένων που προσχωρούν στη μαρξιστική θεώρηση των πραγμάτων), δεν μπορεί σήμερα, με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων, να διαδραματίζει τον καθοριστικό ρόλο.

Παρόλα αυτά, παρόλες τις αντικειμενικές αυτές δυσχέρειες, η αναγκαιότητα συμμαχικής συμπαράταξης αυτών των δύο ρευμάτων της ελληνικής Αριστεράς, δεν αποτελεί απλά μια ευκταία υπόθεση, αλλά μια κατεπείγουσα αναγκαιότητα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονίων, του άχθους του δημόσιου χρέους και των ευρωπαϊκών οικονομικών και νομισματικών καταναγκασμών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Εάν αυτό δεν συμβεί, αν δηλαδή οι δυνάμεις του εργατικού αντικαπιταλισμού δεν κατορθώσουν να αποβάλλουν από πάνω τους «στρεβλώσεις» που τις βαρύνουν και να μπορέσουν να συγκροτήσουν μια οριζόντια συμμαχία ενός Αριστερού Λαϊκού Μετώπου, κι’ αυτή η ίδια η πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού στο κυβερνητικό επίπεδο, στερούμενη του έτερου και αναγκαίου πυλώνα έδρασής της (λαϊκής αντισυστημικότητας) , δύσκολα θα κατορθώσει να πραγματοποιήσει κι’ αυτές ακόμη τις μεταρρυθμιστικές βελτιώσεις και αλλαγές που επιδιώκει, και θα καταβροχθισθεί από την ισχύ των κυρίαρχων αστικών οικονομικών δυνάμεων.

Δ.- Πολιτικές αντιπαλότητες και ισότιμες διαλεκτικές συνθέσεις

Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε από το ένα μέρος μια καθαρή πολιτική κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται στην κορυφή των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος, με λαϊκή μάλιστα πληβειακή σύνθεση αυτού του εκλογικού ακροατηρίου, ωστόσο όμως σε μια σταθερή κατεύθυνση ενός μικροαστικού ριζοσπαστισμού, που διεκδικεί βέβαια την επίλυση ακραίων μορφών κοινωνικής εξαθλίωσης (π.χ. ασπίδα ανθρωπιστικής προστασίας, διασφάλιση δημόσιου χαρακτήρα ορισμένων υπηρεσιών, δημοκρατικά μέτρα εντός των πλαισίων του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, αποκατάσταση κατώτατου μισθού κ.ά.), εντός του πλαισίου της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στην περιφέρεια της κεντρικής και δεσπόζουσας παρουσίας και ρόλου της καπιταλιστικής οικονομίας, που παραμένει το προνομιακό και αποκλειστικό πεδίο άσκησης της εξουσίας της αστικής τάξης και των μεσαίων και ανώτερων μικροαστικών τάξεων.

Από το άλλο μέρος έχουμε την ανάδειξη μιας εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, που ωστόσο εκφράζεται κατά τρόπο πολύμορφο, και παράλληλα προσλαμβάνει «στρεβλές» μορφές, που εμποδίζουν την πραγμάτωση της λαϊκής αντισυστημικής πολιτικής κατά τρόπο ενωτικό και αποτελεσματικό : Στα πλαίσια του ΚΚΕ συνδυάζεται με τον απομονωτισμό και την θέση της στρατηγικής στο πεδίο της τακτικής, στην Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ ηγεμονεύεται από την κυρίαρχη πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, στο ΝΑΡ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ η τακτική «απογειώνεται» απευθείας στη στρατηγική με έντονα τα χαρακτηριστικά της «καθαρής κομμουνιστικής αυτοαναφορικότητας», ενώ στις υπόλοιπες αριστερές συλλογικότητες βρίσκεται αποκομμένη από την ίδια την κίνηση των λαϊκών εργατικών δυνάμεων.

Αναδεικνύεται δηλαδή μια διχοτομία στην ελληνική Αριστερά ανάμεσα στην πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και στην λαϊκή αντικαπιταλιστική πολιτική, που περισσότερο αντιπροσωπεύει αιτία της αντιπαλότητας των αριστερών δυνάμεων και όχι αφετηρία γόνιμων συνθέσεων. Από μια γενική άποψη βλέποντας τα πράγματα οι δύο αυτές εκδοχές της αριστερής πολιτικής δεν αποκλείουν η μία την άλλη, γιατί σε τελική ανάλυση αντιστοιχούν σε διαφορετικές ταξικές υποστάσεις εντός του πλαισίου του λαϊκού συνασπισμού των «από κάτω», πράγμα που απεναντίας επιβάλλει την ισότιμη συμμαχική τους συνάρθρωσή. Στη μία περίπτωση πρόκειται για στρώματα των μικροαστικών τάξεων, της μισθωτής εργασίας και των ελεύθερων επαγγελμάτων, της διανοητικής εργασίας, ενώ στην άλλη περίπτωση πρόκειται περισσότερο για στρώματα της εργατικής τάξης της εκτελεστικής εργασίας της καπιταλιστικής παραγωγής, για δυνάμεις της νεολαίας κλπ. Τόσο τα αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα αυτών των δύο κοινωνικών κατηγοριών στη σημερινή συγκυρία της καθολικής καταστροφής μισθωτής εργασίας και μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας, όσο και οι πολιτικές που εκπορεύονται από αυτά είναι αντικειμενικά συγκλίνουσες, συμπληρωματικές και σε καμία περίπτωση δεν τοποθετούνται απέναντι. Έτσι, μια πλατιά αριστερή λαϊκή συμμαχία εκ των πραγμάτων αγκαλιάζει διαλεκτικά, με εντάσεις και με δυσχέρειες, αυτές τις δύο διαστάσεις, κοινωνικές και πολιτικές, του ελληνικού αριστερού κινήματος.

Ε.- Δυναμική και αποτελεσματικότητα του εργατικού κινήματος

Αν έτσι έχουν από μια πρώτη ματιά τα πράγματα στο επίπεδο του πολιτικού κινήματος της ελληνικής Αριστεράς, πώς τίθενται τα ζητήματα στο πεδίο του λαϊκού, εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος ; Από την άποψη των κινηματικών αντιδράσεων του εργατικού συνδικαλισμού στα αλλεπάλληλα μέτρα των αντιδραστικών μεταλλάξεων της μνημονιακής πολιτικής, μπορεί να διακρίνει κανείς δύο διακριτές φάσεις εξέλιξης : Στην πρώτη περίοδο (Μάιος 2010 – Νοέμβριος 2011) καταγράφηκε ένα ευρύ φάσμα πανελλαδικών κινητοποιήσεων, ορισμένες από τις οποίες περιελάμβαναν μόνον τον κόσμο της συνδικαλιστικής Αριστεράς, άλλες όμως διασφάλιζαν μια πολύ ευρύτερη εργατική συμμετοχή (λ.χ. Μαίου 2010, Οκτωβρίου 2011), που θα μπορούσε κάτω από ορισμένους όρους να επιφέρει την ανατροπή των πολιτικών των μνημονίων. Παρόλα αυτά το πανεργατικό απεργιακό κίνημα αποδείχθηκε αναποτελεσματικό να αντιπαλέψει την πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, για μια σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων:

1) Η συναινετική και εργοδοτική στάση των πλειοψηφικών δυνάμεων που κυριάρχησαν στο επίπεδο των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αλλά και των κατώτερων μορφών οργάνωσης του εργατικού κινήματος (Ομοσπονδιών, Εργατικών Κέντρων, αλλά και πρωτοβάθμιων σωματείων). Ενώ από τη μια πλευρά προχωρούσαν αναγκαστικά στην κήρυξη πανεθνικών απεργιακών κινητοποιήσεων, από την άλλη πλευρά ήταν απρόθυμες να προχωρήσουν στην κλιμάκωση και την συνέχειά τους, με αποτέλεσμα οι πανεργατικές απεργίες να λειτουργούν περισσότερο ως μορφές «διαμαρτυρίας» έναντι της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής, παρά ως λαϊκές αντιδράσεις που επεδίωκαν την ματαίωση και την απόκρουσή της.

2) Πέραν αυτού του καθοριστικού παράγοντα, πολυσήμαντη ήταν η συστηματική αστυνομική κρατική καταστολή, με αποκορύφωμα τον χημικό πόλεμο για την διάλυση των απεργιακών συλλαλητηρίων και του κινήματος της πλατείας Συντάγματος, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού 2011 καταδεικνύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος «ημι-δικτατορίας», που σε συνδυασμό με την παράκαμψη της ίδιας της αστικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας, χαρακτηρίζει πλέον σήμερα τον αποκαλούμενο «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό».

3) Τέλος, σ’ αυτή την πρώτη διετία του αντιμνημονιακού εργατικού κινήματος, και με δεδομένη την αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, καίρια πρόβαλε η ανάγκη ανάδειξης ενός είδους Εργατικού Ταξικού Μετώπου από τις αγωνιστικές κοινωνικές δυνάμεις (του ΠΑΜΕ, της Αυτόνομης Παρέμβασης, των Συσπειρώσεων, των δυνάμεων που διαχωρίζονταν από την ΠΑΣΚΕ και αυτονομούνταν σε μια αντιπολιτευτική τροχιά), πράγμα που προβλήθηκε από τον Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων, ο οποίος όμως δεν είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει μια τέτοια κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, η προβολή στο προσκήνιο ενός τέτοιου είδους αγωνιστικής εργατικής συμπαράταξης παραμένει η μοναδική διέξοδος για την αποτελεσματικότητα των οργανωμένων λαϊκών αντιδράσεων στη μνημονιακή πολιτική.

Ακολούθησε η δεύτερη περίοδος εξέλιξης του σύγχρονου εργατικού απεργιακού κινήματος, μετά τον σχηματισμό της πρώτης τρικομματικής διακυβέρνησης Λ. Παπαδήμου, η οποία ωστόσο χαρακτηρίστηκε (από τις αρχές του 2012 μέχρι το τέλος του 2013) από την σχετική υποχώρηση και «καθίζηση» του πανεργατικού απεργιακού κινήματος. Βέβαια σ’ αυτό το διάστημα αναπτύχθηκαν επιμέρους κλαδικοί κινηματικοί αγώνες με αφορμή κυρίως είτε την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, είτε τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων (από τη Χαλυβουργία μέχρι τους καθηγητές μέσης εκπαίδευσης και από τις αστικές συγκοινωνίες μέχρι τους διοικητικούς υπαλλήλους των πανεπιστημίων), είτε με την εν ψυχρώ παύση της λειτουργίας επιχειρήσεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα της οικονομίας (από την περίπτωση της ΕΡΤ μέχρι εκείνες της Αλλατίνη ή της Κόκα Κόλα κ.ά.). Εντούτοις σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν μπόρεσε εξίσου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότητα του απεργιακού κινήματος, παρά την μαζική εργατική συμμετοχή σ’ αυτές, εξ αιτίας της απουσίας του ευρύτερου συντονισμού των μερικών απεργιακών δράσεων.

Οι παράγοντες που ενήργησαν καταλυτικά σ’ αυτή την υποχώρηση του εργατικού κινήματος στην τελευταία διετία, πέραν του έλλειψης του πανεργατικού συντονισμού των επιμέρους απεργιακών κινητοποιήσεων, και πέρα από το γεγονός ότι αναδείχθηκε πλέον μια ορισμένη αντίληψη και συνείδηση για την «ματαιότητα» αυτών των αγώνων που «δεν μπορούσαν να νικήσουν», ήταν:

1) Από τη μια πλευρά, η εν τω μεταξύ προϊούσα αλματώδης αύξηση της ανεργίας (από το 8% του τέλους του 2008 στο ενδιάμεσο 18% που κατέληξε στο σημερινό 28%), η οποία πλέον επενεργούσε παραλυτικά σε οποιαδήποτε διαθεσιμότητα αγωνιστικής κινητοποίησης της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στον καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας. Η ανεργία και η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα : Όταν λειτουργεί μια πλήρης σχετικά απασχόληση με ποσοστά ανεργίας της τάξης του 4% (π.χ. δεκαετία του 1980), η συνδικαλιστική πυκνότητα ξεπερνάει το ένα-τρίτο των εργαζομένων, ενώ στην σημερινή περίοδο της υψηλής ανεργίας, η συνδικαλιστική πυκνότητα μόλις και μετά βίας (πάντα στον πλειοψηφικό ιδιωτικό τομέα) αγγίζει το ένα-δέκατο του εργατικού πληθυσμού.

2) Από την άλλη πλευρά, και μπροστά στο αδιέξοδο των κοινωνικών κινητοποιήσεων εθνικής κλίμακας, η λαϊκή οργή και αγανάκτηση έστρεψε το εκλογικό σώμα των εργατικών, ανέργων και νεολαιίστικων στρωμάτων προς τα αριστερά, με τον εξαπλασιασμό των εκλογικών επιδόσεων του ΣΥΡΙΖΑ, και την στασιμότητα ή και απομείωση της εκλογικής επιρροής της υπόλοιπης Αριστεράς στις εκλογικές αναμετρήσεις Μαίου – Ιουνίου 2012. Το ζήτημα ήταν από εκεί και πέρα και μέχρι σήμερα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να λειτουργήσει πολιτικά προκειμένου να μετατρέψει το 27% σε κοινωνικό λαϊκό κίνημα, το εξέλαβε αποκλειστικά ως το εφαλτήριο ανόδου στην πολιτική διακυβέρνηση και μόνον, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ο ακατάσχετος «εκλογικισμός» του (σε κάθε φάση έβλεπε και επεδίωκε την εκλογική αναμέτρηση). Το αποτέλεσμα ήταν η φαντασμαγορική εκλογική απογείωση του ΣΥΡΙΖΑ να μην αντανακλασθεί και να μην συνοδεύεται από μια αντίστοιχη ανάταξη του αντιμνημονιακού λαϊκού κινήματος, με τεράστιες πλέον συνέπειες.

ΣΤ.- Κοινοβουλευτική ανάθεση και δράση του λαϊκού παράγοντα

Προκειμένου να αιτιολογηθεί μια τέτοια στάση, οι κυρίαρχες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ προσέφυγαν στην μυθολογία της «κοινοβουλευτικής ανάθεσης» των λαϊκών τάξεων, έτσι ώστε να νομιμοποιήσουν τον δίχως όρια «εκλογικισμό» τους, και την ένταξη της όποιας ριζοσπαστικής κυβερνητικής εναλλακτικής λύσης στο αποκλειστικό πεδίο του αστικού κοινοβουλευτισμού, κατά τα κλασικά αστικά πρότυπα. Και προφανώς το λαϊκό εργατικό κίνημα όταν οδηγείται σε μορφές ήττας επόμενο είναι να εναποθέτει τις ελπίδες του σε μια πολιτική εναλλακτική διέξοδο, όμως αυτό είναι προϊόν ακριβώς του υπονομευτικού ρόλου των κυβερνητικών πλειοψηφιών στη ΓΣΕΕ και στην ΑΔΕΔΥ, της απέραντης αστυνομικής καταστολής που έχει δεχθεί, της παραλυτικής επενέργειας της μαζικής ανεργίας, και επιπρόσθετα και κυρίαρχα της ίδιας της επικράτησης της λογικής του «εκλογικισμού» από τις κυρίαρχες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ άλλες λέξεις ο ΣΥΡΙΖΑ αποδίδει στο κίνημα το ενοχικό σύνδρομο της «ανάθεσης» τη στιγμή που είναι ακριβώς ο ίδιος που απείχε από οποιαδήποτε διαδικασία πολιτικής λαϊκής οργάνωσης, ενωτικής κινηματικής ανάταξης, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Κατ’ αυτό τον τρόπο σε μια ενδεχόμενη εθνική εκλογική αναμέτρηση στην επόμενη περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θέση να αποκτήσει την εκλογική πρωτοκαθεδρία, ωστόσο όμως με δύο θεμελιώδεις αναπηρίες : Η κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης θα είναι «ανάπηρη» χωρίς την κινητοποίηση, επαγρύπνηση και πίεση ενός οργανωμένου κοινωνικού κινήματος, που απουσιάζει πλέον σήμερα. Και επιπρόσθετα, με δεδομένη την έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης από τις άλλες αριστερές δυνάμεις, θα οδηγηθεί στη σύναψη συμμαχιών με δυνάμεις της κεντροαριστεράς και της λαϊκής δεξιάς με ολέθριες επιπτώσεις. Αλλά και από μια άλλη άποψη, η ανάταξη του λαϊκού κινήματος βρίσκει ουσιαστικά αδιάφορο το ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφική του εκδοχή : Ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός από τον οποίο διέπεται, συμπεριφέρεται πολιτικά όπως τελικά ο κλασικός αστισμός, αντιμετωπίζοντας την όποια αλλαγή εντός του αστικού πλαισίου νομιμότητας (κοινοβουλευτισμός). Η δυνητική έκρηξη ενός λαϊκού κινήματος ανάλογου εκείνου της πρώτης φάσης της μνημονιακής πολιτικής, θα έφερνε σε μεγάλη δυσκολία τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό, στο μέτρο που θα μπορούσε να διαρρήξει τα όριά του και να τον ξεπεράσει σε μια εργατική αντισυστημική προοπτική. Η ίδια η δυναμική πολιτικής αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής δεν θα του επέτρεπαν την ανάδειξη στο προσκήνιο ενός τέτοιου ενδεχομένου, εκτός και αν προσελάμβανε την αποκλειστική μορφή της δεξαμενής άντλησης ψηφοφόρων.

Το καίριο ζήτημα που αναδεικνύεται για τις δυνάμεις της εργατικής αντισυστημικής πολιτικής είναι διττό : Από το ένα μέρος η αναγκαιότητα συμμαχικής τους σύμπλευσης και κοινής πολιτικής τους παρέμβασης, με μια μορφή Αριστερού Λαϊκού Μετώπου. – Από το άλλο μέρος η καθοριστική συμβολή τους στην ανάταξη του εργατικού κινήματος σε μια αγωνιστική κατεύθυνση, με όρους πολιτικό-συνδικαλιστικής λαϊκής συσπείρωσης, στην κατεύθυνση ενός Εργατικού Ταξικού Μετώπου. Μ’ αυτά τα δεδομένα, και στο βαθμό που μπορούν να προωθηθούν, η εργατική αντικαπιταλιστική πολιτική γίνεται ισοβαρής και ισότιμη σε σχέση με την εκλογικά κυρίαρχη πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, σε μια προοπτική μετωπικής τους συμμαχίας σε μια γενικότερη Αριστερή Συμπαράταξη. Το ζήτημα δεν είναι κατά κανέναν τρόπο η αντιπαλότητα των δύο κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων, αλλά απεναντίας η ισότιμη και ισοδύναμη σύμπλευσή τους, που είναι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της μνημονιακής πολιτικής, της κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, του δημόσιου χρέους και της λειτουργίας της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ζ.- Ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός στο πεδίο εθνικής πολιτικής

Μια τέτοια συμμαχία βασίζεται στο σεβασμό του ενός ρεύματος προς το άλλο : Ο εργατικός αντικαπιταλισμός αποδέχεται τους στόχους του μικροαστικού ριζοσπαστισμού (ασπίδα ανθρωπιστικής προστασίας, διασφάλιση δημόσιων αγαθών, φορολογία του κεφαλαίου, κατάργηση μνημονιακών διατάξεων, δημοκρατικές αλλαγές στο κράτος κλπ.), και ταυτόχρονα ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός αποδέχεται τις στοχεύσεις του εργατικού αντικαπιταλισμού (εθνικοποίηση τραπεζικού συστήματος, κοινωνικοποιήσεις επιχειρήσεων που εκκαθαρίζονται, γενικευμένος εργατικός έλεγχος στην καπιταλιστική παραγωγή, παύση πληρωμών τοκοχρεολυσίων, αντιπαράθεση με τις αντιλαϊκές ρυθμίσεις του ασφυκτικού κορσέ της ζώνης του ευρώ κ.ά.). Οι δύο αυτοί προγραμματικοί προσανατολισμοί μπορούν να συναρθρώνονται διαλεκτικά σε ένα ενιαίο προγραμματικό πλαίσιο της Αριστερής Συμπαράταξης, στο μέτρο που οι μεν δεν αποκλείουν καθόλου τους δε : Κάθε ρεύμα διασφαλίζει την προαγωγή των δικών του λαϊκών συμφερόντων εργατικής ταξικής και μικροαστικής κατεύθυνσης.

Το πρόβλημα δημιουργείται με την πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού στη σημερινή συγκυρία και είναι σημαντικής σημασίας : Όσο αυτή η πολιτική περιορίζεται στον εαυτό της και σε αυτό που είναι, τα πράγματα μπορούν να οδηγήσουν στην Αριστερή Συμπαράταξη με την λαϊκή αντισυστημική πολιτική. Στο βαθμό όμως που η πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, όπως συμβαίνει με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρεί να προβληθεί ως συνολική εθνική πολιτική για την κοινωνική σωτηρία, την οικονομική ανάταξη κλπ., τότε η υπέρβαση αυτή των συγκεκριμένων της ορίων, την μετατοπίζει απλά σε μια πολιτική διαχείρισης της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων αναφορικά με την καπιταλιστική κρίση, την ευρωζώνη και το δημόσιο χρέος. Γιατί ακριβώς η πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, εφόσον εξέλθει από το μερικό της πεδίο, και επιχειρεί να καλύψει το πολιτικό «όλον», δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εναλλακτική πολιτική της αστικής κυβερνητικής διαχείρισης, με βελτιωτικά προφανώς χαρακτηριστικά.

Συγκεκριμένα δεν προβλέπει κανενός είδους ριζοσπαστική παρέμβαση στην κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου στην προοπτική ξεπεράσματός της προς όφελος της εργατικής τάξης και σε βάρος της επιχειρηματικής εργοδοσίας (τα μικροαστικά διανοητικά στρώματα απασχολούνται στο δημόσιο και στα ελεύθερα επαγγέλματα, και καμία απολύτως ένταξη και σχέση δεν έχουν με την καπιταλιστική παραγωγή). Παραμένει προσδεδεμένη με την με κάθε τρόπο παραμονή της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή νομισματική και πολιτική προοπτική, τη στιγμή που είναι καταφανής η περίπτωση της αντιπαράθεσης μ’ αυτήν, εφόσον επιχειρηθεί η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος από μια αριστερή διακυβέρνηση (σ’ ολόκληρη την προηγούμενη ιστορική περίοδο αυτά τα μικροαστικά διανοητικά στρώματα ήταν ενσωματωμένα στην αστική στρατηγική της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης, με αποτέλεσμα, ακόμη και σήμερα να μην αμφισβητούν μια τέτοια κατεύθυνση). Αδυνατεί να προχωρήσει στην ακύρωση όλων των εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων και την επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων, καθώς και στην μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους και την παύση πληρωμών (τα μικροαστικά διανοητικά στρώματα δεν έχουν υποστεί παρά επιμέρους μνημονιακά πλήγματα και όχι το κοινωνικό ολοκαύτωμα που έχει υποστεί η εργατική τάξη, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουν την «εθνική υποχρέωση» έναντι των δανειστών για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, ενώ πρόκειται για χρέος καθαρά ταξικού και επαχθούς χαρακτήρα).

Άρα η μοναδική δυνατότητα για να κρατηθεί η πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού στα όριά της, και να εκχωρήσει το υπόλοιπο πολιτικό πεδίο στην πολιτική του εργατικού αντικαπιταλισμού, δεν είναι άλλη από την ισχυρή προβολή στο προσκήνιο των εργατικών ριζοσπαστικών δυνάμεων κατά έναν τρόπο ενωτικό και μετωπικό (Αριστερό Λαϊκό Μέτωπο), που να μπορεί να επιβάλλει την ισορροπημένη και ισοβαρή συμμαχία στα πλαίσια της γενικής Αριστερής Συμπαράταξης των δύο ριζοσπαστικών λαϊκών ρευμάτων.

Η.- Η συμπληρωματικότητα των δύο αριστερών ρευμάτων

Η προβολή της εργατικής αντισυστημικής πολιτικής τόσο στο πολιτικό επίπεδο (Αριστερό Λαϊκό Μέτωπο) όσο και στο κοινωνικό επίπεδο (Εργατικό Ταξικό Μέτωπο), είναι η μόνη ικανή να διαπραγματευθεί ισότιμα με την πολιτική του μικροαστικού ριζοσπαστισμού (κυρίαρχη κατεύθυνση στον ΣΥΡΙΖΑ), με όρους διαμόρφωσης μιας προγραμματικής συμφωνίας (Αριστερή Συμπαράταξη) στο πεδίο της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και στο πλαίσιο μιας αριστερής εναλλακτικής κυβερνητικής διαχείρισης, και την υιοθέτηση των πρακτικών τόσο της λαϊκής κινηματικής ανατρεπτικής δράσης, όσο και της επιδίωξης κατάκτησης της αυτοδύναμης αριστερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αν υπάρξει μια τέτοια σύμπραξη των δύο αυτών λαϊκών πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων, είναι δυνατό να συγκροτηθεί ένας ισχυρότατος συνασπισμός των «από κάτω» με μεγάλη δυναμική, έδραση στο ενεργοποιημένο εργατικό κίνημα, και ικανός να αντιμετωπίσει τόσο την προώθηση των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, όσο και των αντισυστημικών τομών του εργατικού αντικαπιταλισμού. Σε μια κοινωνία με την ταξική δομή της ελληνικής, ούτε «καθαρό» μπλοκ της εργατικής τάξης μπορεί να συγκροτηθεί, ούτε «μονοσθενής» συνασπισμός των μικροαστικών δυνάμεων της διανοητικής και εκτελεστικής εργασίας. Αλλά ούτε και «καθαρός» επαναστατικός αριστερός πόλος με διευρυμένη πολιτική εμβέλεια, ούτε βέβαια και «αμιγής» μικροαστικός λαϊκός πόλος με μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται καθαρά για συμμαχία εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, για συμπαράταξη μεταρρυθμιστικών και αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.

Στην περίπτωση που το εργατικό αντισυστημικό ρεύμα κατορθώσει σύντομα να πάρει ενωτική μετωπική υπόσταση, και στο βαθμό που αναδειχθεί η ανταπόκριση των δυνάμεων του μικροαστικού ριζοσπαστισμού στην Αριστερή Συμπαράταξη, τα πράγματα μπορούν να βαδίσουν, με αντιθέσεις προφανώς και διαλεκτικές συνθέσεις, με αντιπαραθέσεις αλλά και κριτικό διάλογο, σε μια ελπιδοφόρα πορεία για τα εργατικά και μικροαστικά κοινωνικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Στην περίπτωση όμως που το Αριστερό Λαϊκό Μέτωπο δεν μπορέσει να αναδειχθεί με ισχύ και ενότητα στο προσκήνιο, ή ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός απορρίψει την συμμαχική συμπαράταξη μαζί του, τότε οι συμμαχίες της κυρίαρχης πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ θα διαμορφωθούν αντικειμενικά προς την κατεύθυνση των «δημοκρατικών – πατριωτικών» δυνάμεων (της κεντροαριστεράς και της λαϊκής δεξιάς), και οι μεταρρυθμιστικές βελτιώσεις, εφόσον θα γίνεται αποδεκτό το συνολικό πλαίσιο της αστικής οικονομικής κυριαρχίας, κι’ αυτές οι ίδιες οι επιδιώξεις του μικροαστικού ριζοσπαστισμού θα τεθούν σε αμφισβήτηση. Σ’ αυτή την περίπτωση ανοίγεται το πεδίο προσέγγισης του πληβειακού εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ από τις δυνάμεις του Αριστερού Λαϊκού Μετώπου.

Η ισχυρή παρουσία ενός αγωνιστικού συνδικαλιστικού και κοινωνικού κινήματος, η αυτοδύναμη πλειοψηφία της Αριστερής Συμπαράταξης, η διαμόρφωση ενός κυβερνητικού προγράμματος που να ανταποκρίνεται ισότιμα στις επιδιώξεις και των δύο αριστερών λαϊκών ρευμάτων, μπορούν να εγγυηθούν την αντιμετώπιση των μεγάλων επίδικων ζητημάτων : Προάσπιση των δημόσιων κοινωφελών υπηρεσιών, επιστροφή των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ στον έλεγχο του δημοσίου, αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, καθιέρωση γενικευμένου λαϊκού ελέγχου στην καπιταλιστική παραγωγή, άμεση απαίτηση διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους, εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ανθρωπιστική αρωγή στα εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα, δημοκρατικές τομές στη δημόσια διοίκηση, ισχυρή φορολόγηση του κερδοφόρου τμήματος των επιχειρήσεων, κοινωνικοποίηση των εργοστασίων που εκκαθαρίζονται λόγω των ζημιογόνων τους αποτελεσμάτων κλπ., οικονομική ανάταξη με υποκείμενα την αριστερή λαϊκή διακυβέρνηση, τις εργατικές συλλογικότητες, τους μικροαστικούς παραγωγικούς συνεταιρισμούς, αποκατάσταση της εγγυημένης λειτουργίας των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, αντιπαράθεση με τις ακραία νεοφιλελεύθερες και αντιλαϊκές ρυθμίσεις της ζώνης του ευρώ και της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Μ’ άλλες λέξεις μια αντικαπιταλιστική διέξοδος από την κρίση, με βαθειά λαϊκά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, υπό την ηγεμονία των αξιών, των στόχων και των διαδικασιών της προγραμματικής σοσιαλιστικής μετάβασης.

Θ.- Ορόσημα της ριζοσπαστικής οικονομικής πολιτικής

Μια αριστερή οικονομική πολιτική στο επίπεδο της διακυβέρνησης της χώρας, προκειμένου να ξεκινήσει να αντιμετωπίζει με αποτελεσματικότητα όλες τις συνέπειες της κοινωνικής και παραγωγικής καταστροφής, χρειάζεται απέναντι στην εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» που ίσχυσε την τελευταία πενταετία στην ελληνική κοινωνία, να απαντήσει με ένα είδος «θεραπείας εξ εφόδου», χορήγησης δηλαδή εξυπαρχής ισχυρής θεραπευτικής αγωγής για την αντιμετώπιση της παθογόνας κατάστασης. Μ’ αυτή την έννοια απαιτείται η πραγματοποίηση μιας ταυτόχρονης, στον ίδιο χρόνο, παρέμβασης σε τρία επίπεδα, με κεντρικό άξονα το ξεπέρασμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, προς όφελος των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και σε βάρος της επιχειρηματικής εργοδοσίας. Όλες οι άλλες ζωτικές πλευρές των σημερινών προβλημάτων σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μ’ αυτή:

α) Τα συνεχή μνημόνια δεν είναι παρά η αστική απάντηση στην κρίση υπερσυσσώρευσης, δηλαδή το εγχείρημα να καταστεί η εργατική δύναμη «φτηνή – πειθήνια – απορρυθμισμένη», έτσι ώστε να ξεπερασθεί η αρνητική αποδοτικότητα του κεφαλαίου και τα ζημιογόνα συνολικά αποτελέσματα του εταιρικού τομέα της οικονομίας.

β) Το δημόσιο χρέος από την άλλη πλευρά έχει στην αφετηρία του την πολιτική του αστικού κράτους σ’ ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο να παρέχει φορολογική ασυλία και κίνητρα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με σκοπό την σταθεροποιημένη αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κερδοφορίας ήδη από τα μέσα της 10ετίας του 1980 και μέχρι το 2008.

γ) Η έκλυση της τεράστιας ανεργίας και ο τετραπλασιασμός του ποσοστού των ανέργων στην περίοδο 2008 – 13, καθώς και η παράλληλη μαζική καταστροφή παγίων κεφαλαίων, είναι αποτέλεσμα του γεγονότος της εκκαθάρισης των επιχειρήσεων με ανεπαρκή υπεραξίωση των κεφαλαίων τους και το βούλιαγμά τους σε ζημιογόνα αποτελέσματα.

δ) Η εφαρμογή των αντιλαϊκών ρυθμίσεων στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης αποσκοπεί ακριβώς στην διαμόρφωση ευνοϊκών όρων για την διεθνοποιημένη αναπαραγωγή των κερδοφόρων τομέων του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή της οικονομικής πολιτικής που δεν έχει στο επίκεντρό της την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης και των συνεπακόλουθων αστικών πολιτικών, όπως π.χ. η έδραση της ανάπτυξης στην «υγιή επιχειρηματικότητα», ή η έξοδος από την ευρωζώνη χωρίς την προοιμιακή επίλυση του κεντρικού ζητήματος, ή η κατάργηση των μνημονίων δίχως να θιγεί ο ίδιος ο πυρήνας της καπιταλιστικής κρίσης κλπ. αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα, και οδηγείται αναπόφευκτα στην αναπαραγωγή πολιτικών μνημονιακού χαρακτήρα, νεοφιλελεύθερων υπαγορεύσεων των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών θεσμικών κέντρων, κ.ά.

1) Έτσι, μια πρώτη δέσμη μέτρων αφορά στην κατάργηση των μνημονίων αλλά και κυρίως στην καθαρή άμεση ακύρωση όλων των εφαρμοστικών τους νόμων : Άμεση αποκατάσταση του επιπέδου μισθών και συντάξεων, κατάργηση όλων των χαρατσιών στο εισόδημα και στις κατοικίες, επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού κλπ. Χωρίς μια τέτοια αφετηριακή οικονομική πολιτική οποιαδήποτε αριστερή διακυβέρνηση γίνεται άμεσα αφερέγγυα και χάνει αναγκαστικά κάθε πολιτική της λαϊκή νομιμοποίηση. Μ’ αυτή την έννοια η θεωρία του «μικρού καλαθιού» και του «ό,τι έγινε έγινε», δεν ανήκει στη σφαίρα της αντιμνημονιακής πολιτικής της Αριστεράς, και προφανώς και του ΣΥΡΙΖΑ που την έκανε σημαία του και αφετηρία συσπείρωσης των λαϊκών εργατικών δυνάμεων. Ούτε έχει καμία βασιμότητα η θεώρηση περί του «λεφτά υπάρχουν ή δεν υπάρχουν», γιατί π.χ. οι μισθοί και οι συντάξεις του ιδιωτικού τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας ουδόλως αφορούν στον κρατικό προϋπολογισμό αλλά τις άμεσες σχέσεις εργατικής τάξης και επιχειρηματικού κεφαλαίου.

2) Μια δεύτερη δέσμη μέτρων αφορά ευθέως τις παρεμβάσεις στον εταιρικό τομέα της οικονομίας, τόσο τον κερδοφόρο όσο και τον ζημιογόνο. Περιλαμβάνει την αποκατάσταση όλων των εργατικών ελευθεριών και κοινωνικών δικαιωμάτων στο σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας, ως μέτρο ανταπόκρισης της αριστερής διακυβέρνησης στα άμεσα ταξικά συμφέροντα και κοινωνικές ανάγκες του λαϊκού κόσμου που την έχει ψηφίσει. Από εκεί και πέρα στις κερδοφόρες επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν το μισό δυναμικό του εταιρικού τομέα, επιβάλλεται ισχυρή φορολόγηση επί των καθαρών κερδών, προκειμένου να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα και να χρηματοδοτηθούν επενδυτικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Στην περίπτωση των ζημιογόνων επιχειρήσεων, που αντιπροσωπεύουν την δεύτερη όψη του Ιανού του ελληνικού καπιταλισμού, και εκατοντάδες από αυτές έχουν κλείσει ή οδηγούνται στην εκκαθάριση (από την Αλλατίνη μέχρι τη Σέλμαν και από την Κόκα Κόλα μέχρι την ΣΑΤΟ), κηρύσσεται η δημόσια κυριότητα, προωθείται η παραγωγική τους δραστηριοποίηση, καθιερώνεται ο ενεργός εργατικός έλεγχος, χρηματοδοτούνται από ένα εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα, επαναπροσλαμβάνονται όλοι οι άνεργοι, και τα προϊόντα ή υπηρεσίες τους διατίθενται στα πλαίσια κοινωνικών κυκλωμάτων και δικτύων κυκλοφορίας των αγαθών.

3) Μια τρίτη δέσμη μέτρων αφορά στην άμεση παύση πληρωμών των τοκοχρεολυσίων του ταξικού και επαχθούς χρέους, προκειμένου να προχωρήσει άμεσα η διαδικασία διαγραφής του μεγαλυτέρου μέρους του, αντί της παραπομπής επίλυσης του ζητήματος στις «ευρωπαϊκές καλένδες» : Διαφορετικά δεν θα μπορούν σε καμία περίπτωση να αποδεσμευθούν οι αναγκαίοι πόροι και η διοχέτευσή τους σε μεγάλα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων. Η θεωρία ενός νέου Σχεδίου Μάρσαλ ή ενός ελληνικού New Deal με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, εντάσσεται προφανώς στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας και δεν αντιπροσωπεύει παρά μια σύγχρονη χίμαιρα. Γιατί το ευρωπαϊκό τραπεζικό κεφάλαιο να συνδράμει στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας, και μάλιστα με αποκατάσταση των εργατικών δικαιωμάτων και μισθών, στην προοπτική άλλωστε του σοσιαλισμού, τη στιγμή που αυτό ακριβώς απομύζησε απεριόριστα την ελληνική οικονομία την τελευταία πενταετία με την πληρωμή των τόκων των δανείων ; Η οικονομική ανάταξη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με υποκείμενο την αριστερή λαϊκή διακυβέρνηση και τις κοινωνικές συλλογικότητες του εργαζόμενου λαού, με εργαλεία τις δημόσιες επενδύσεις, το εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα, τις κοινωφελείς επιχειρήσεις υπό δημόσια κυριότητα, των κοινωνικοποιημένων εργοστασίων και εταιριών που έχουν κλείσει, το δίκτυο παραγωγικών συνεταιρισμών των μικροαστικών στρωμάτων, τον εθνικό δημοκρατικό σχεδιασμό. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί στα χέρια των καπιταλιστών επιχειρηματιών, ακόμη και των λεγομένων «υγιών», γιατί αυτοί είναι που έχουν επιφέρει με την κρίση του συστήματός τους τον κοινωνικό όλεθρο και την οικονομική καταστροφή.

Ι. – Ελληνικός καπιταλισμός και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

Τελικά, και σε κάθε περίπτωση το πρωταρχικό ζήτημα για τις όποιες ενωτικές διεργασίες στην ελληνική Αριστερά και στο λαϊκό εργατικό κίνημα, εντοπίζεται στην συνεχιζόμενη κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, στην αδυναμία του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου να αναπαραχθεί με όρους συνολικής κερδοφορίας, στον «παραπαίοντα» χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού που αποφεύγει την κατάρρευση εξ αιτίας των «ενέσεων κορτιζόνης» (μνημόνια) που του χορηγεί η αστική κυβερνητική διαχείριση. Κι’ αυτό μάλιστα μετά από μια ολόκληρη περίοδο αλματώδους ανάπτυξης με χαμηλά επίπεδα ανεργίας και συνεχείς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Τόσο στην περίοδο 1986 – 2000, όπου τα μεγέθη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και συσσώρευσης αυξάνονταν με φρενήρεις ρυθμούς, όσο και στην περίοδο 2000 – 09 όπου καταγράφονταν μια σταθεροποιημένη καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτή η κρίση (2008 – 13) του αστικού οικονομικού συστήματος, και η συμπλήρωσή της με τα συνεχή μνημόνια, είναι το επίκεντρο σε σχέση με το οποίο κρίνεται η αριστερή πολιτική και οι όποιες αριστερές μετωπικές συμπαρατάξεις.

Η ένταξη του ελληνικού καπιταλισμού εντός του ευρωπαϊκού διεθνικού οικονομικού πλαισίου στις δεκαετίες του 1980 και 1990, καθώς και εντός της ζώνης του ευρώ στην δεκαετία του 2000, που αποτέλεσαν στρατηγικές επιλογές του ελληνικού αστισμού, λειτούργησαν ενισχυτικά σ’ αυτή την καπιταλιστική ανάπτυξη από την οικονομική άποψη, ενώ ταυτόχρονα ύφαιναν το νεοφιλελεύθερο ιστό συρρίκνωσης των λαϊκών και συνδικαλιστικών ελευθεριών. Η αφετηρία άρα της σημερινής κοινωνικής καταστροφής εντοπίζεται μεν στην ενδογενή κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, και δεν προέρχεται από την ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση, ωστόσο όμως αυτές επενεργούν με τις ρυθμίσεις τους στην κατεύθυνση υπέρβασης της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου, διαμορφώνοντας κοινωνικούς όρους συντριβής των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας.

Και αντίστοιχα, το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους, οι συνεπακόλουθες δανειοδοτήσεις και η συνεχής αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων, λειτουργούν παράπλευρα προς το πρωταρχικό γεγονός της κρίσης αναπαραγωγής του ελληνικού καπιταλισμού. Δεν πρόκειται μόνον για το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος προέκυψε καθαρά από την αστική οικονομική πολιτική φοροαπαλλαγής των επιχειρήσεων και χορήγησης οικονομικών κινήτρων προς αυτές, πράγμα που στέρησε συστηματικά τον κρατικό προϋπολογισμό από τα αναγκαία έσοδα. Πρόκειται εξίσου για το σημερινό γεγονός ότι το βάρος αποπληρωμής αυτού του ταξικού δημόσιου χρέους μεταβιβάζεται ευθέως στους ώμους του εργαζόμενου λαού, ενώ η φορολόγηση του κεφαλαίου συνεχίζει να μειώνεται.

Ο καθορισμός ως κύριου άξονα της οικονομικής πολιτικής μιας αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης του εγχειρήματος αντικαπιταλιστικής διεξόδου από την κρίση, θέτει σε ευθεία αμφισβήτηση ταυτόχρονα τόσο την αστική ταξική κυριαρχία στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό όσο και στο πεδίο της διεθνικής καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εφόσον η μία μορφή ταξικής κυριαρχίας συνδέεται οργανικά με την άλλη εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες. Δεν πρόκειται για διαφορετικές διαδικασίες (αντίθεση στην ελληνική αστική τάξη αλλά αναζήτηση σοσιαλιστικής διεξόδου στο θεσμικό πλαίσιο της ζώνης του ευρώ και της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης), αλλά για μια ενιαία διαδικασία λαϊκής αντισυστημικής αντιπαλότητας.

Η αφετηριακή έξοδος από την ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση ή η μονοδιάστατη ακύρωση των μνημονίων, δεν επιλύουν από μόνες τους το ζήτημα αν δεν αντιμετωπίζεται στον ίδιο χρόνο αποτελεσματικά το ξεπέρασμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης που ενδογενώς αναδεικνύεται στην πορεία εξέλιξης του ελληνικού καπιταλισμού. Το αν έχουν οργανωθεί μέχρι σήμερα πληθώρα εκδηλώσεων για την προοπτική της Αριστεράς στην Ευρώπη ή αντίθετα για την αποδέσμευση από αυτήν, και δεν έχει διοργανωθεί σχεδόν ούτε μία εκδήλωση για την κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης και την αντιμετώπισή της από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, καταδεικνύει στα σίγουρα μια ανεπάρκεια της αριστερής πολιτικής.

Κ.- Εθνική και υπερεθνική αστική ταξική κυριαρχία

Προφανέστατα οι μηχανισμοί αναπαραγωγής του δημόσιου χρέους και οι ρυθμίσεις που διέπουν την ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση (από την Συνθήκη του Μάαστριχτ μέχρι το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Σύμφωνο για το Ευρώ) αποσκοπούν στην επιβολή οικονομικών πολιτικών (μνημονίων) που επιδιώκουν την υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης προς όφελος των δυνάμεων της επιχειρηματικής εργοδοσίας : Μετακύλιση του βάρους αποπληρωμής του χρέους στους ώμους των λαϊκών τάξεων, μετασχηματρισμός της εργατικής δύναμης σε «φθηνή – απορρυθμισμένη – πειθήνια» παράμετρο της παραγωγής κλπ. Έτσι, η εφαρμογή ενός αντισυστημικού μεταβατικού προγράμματος, σε οργανική διασύνδεση με την σοσιαλιστική προοπτική, έρχεται σε ταυτόχρονη αντιπαλότητα τόσο με την ελληνική αστική τάξη όσο και με την υπερεθνική συνένωση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.

Μια τέτοια αριστερή οικονομική πολιτική αμφισβητεί και αποσταθεροποιεί τις μορφές και τους όρους λειτουργίας και αναπαραγωγής των αστικών σχέσεων παραγωγής στο εθνικό κοινωνικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα έρχεται σε αντιπαλότητα με τις θεμελιακές ρυθμίσεις της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων, οι παύσεις πληρωμών, οι δημόσιες επενδύσεις που υπερβαίνουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς του 0,5% του ΑΕΠ, η κατάργηση των εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων κλπ. αναδεικνύουν το πεδίο βαθύτατης και εκτεταμένης αντιπαράθεσης με τα ίδια τα βάθρα της υπερεθνικής καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Προφανώς οι προοπτικές αυτών των συγκρούσεων δεν είναι ιστορικά προδιαγεγραμμένες, και μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικές εξελίξεις ανάλογα με τους συσχετισμούς των δυνάμεων, το επίπεδο των λαϊκών συνειδήσεων, την έκτασή τους σε ομοειδείς χώρες του ευρωπαϊκού κυρίως νότου κλπ. : Ευθεία ανατροπή των ευρωπαϊκών θεσμικών συγκροτήσεων και λειτουργιών, απορρυθμίσεις των όρων και κανόνων της ζώνης του ευρώ, απονομιμοποίηση των ευρωπαϊκών συμφώνων και νομοθεσιών, διαχωρισμοί εθνικών οικονομιών, νέες μορφές εργατικού διεθνισμού και ισότιμων συνεργασιών με τα κινήματα του ευρωπαϊκού νότου κλπ. Στα σίγουρα στη σημερινή εποχή των διεθνοποιημένων καπιταλιστικών ολοκληρώσεων η υπόθεση της σοσιαλιστικής απάντησης απέναντι στην καπιταλιστική κρίση δεν μπορεί να περιχαρακωθεί στα εθνικά κοινωνικά πλαίσια, γιατί θα έχει ευρύτατες αντανακλάσεις στις συγγενικές ευρωπαϊκές κοινωνίες και εργατικά κινήματα. Ούτε όμως, και σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να αναλωθεί να αναζητά τον δρόμο της σοσιαλιστικής προοπτικής στους διαδρόμους και στις αίθουσες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των Διασκέψεων Κορυφής και του Ευρωκοινοβουλίου.

Η λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης βρίσκεται σε σχέσεις αντιστρόφως ανάλογες με την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος στις χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Όσο προάγεται το αριστερό λαϊκό κίνημα στο επίπεδο των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, άλλο τόσο υποχωρούν, αποδιαρθρώνονται και αποσταθεροποιούνται οι ευρωπαϊκοί καπιταλιστικοί μηχανισμοί οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης. Η επικράτηση λαϊκών αριστερών εξουσιών, όπως μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα στο αμέσως προσεχές διάστημα, ή σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, μεταφράζονται στην πραγματικότητα σε ανατροπές του υπερεθνικού αστικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Νίκη για το ελληνικό αριστερό κίνημα δεν είναι απλά η επίκληση της απαλλαγής από την «εξωγενή καταδυνάστευση» από τις ευρωπαϊκές πολυεθνικές επιχειρηματικές δυνάμεις, αλλά το εγχείρημα ανατροπής της αστικής ταξικής κυριαρχίας σε έναν ή σε περισσότερους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Η αποδόμηση, αποσταθεροποίηση και διάλυση αυτών των θεσμών και μηχανισμών δεν είναι παρά το φυσικό επακόλουθο (και όχι η προοιμιακή αφετηρία) τέτοιου είδους ανατροπών στα εθνικά ταξικά επίπεδα. Οι υπερεθνικές ευρωπαϊκές ρυθμίσεις δεν «υπερίπτανται» πάνω από τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες, αλλά συνιστούν οργανικές διαστάσεις των εθνικών αστικών οικονομικών ρυθμίσεων, έτσι ώστε η αμφισβήτηση και ο μετασχηματισμός αυτών των εθνικών αστικών ρυθμίσεων να συνεπιφέρει ταυτόχρονα καίριο πλήγμα στην καρδιά των αστικών υπερεθνικών ολοκληρώσεων.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,247ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,004ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα